Second Assault Supreme Court Appeal: 172/2010: Date 25-01-2013

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 171/2010)

25 Ιανουαρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΤΤΙΓΚΗ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 172/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.


(Ποινική Έφεση Αρ. 173/2010)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

v.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑ,

Εφεσίβλητου.

Θ. Παπανικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κλαΐδης με Στ. Βασιλακκά, για τους Εφεσίβλητους.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Οι τρεις Εφεσίβλητοι αρχικά αντιμετώπισαν δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η δεύτερη το αδίκημα της πρόκλησης κακόβουλης βλάβης κατά του Cornelius D. O´ Dwyer. Ως προς την τελευταία κατηγορία, έκρινε ότι αυτή δεν αποδείχθηκε και αθώωσε τους Εφεσιβλήτους. Ως προς την πρώτη, μετά από ακροαματική διαδικασία, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε βαριά σωματική βλάβη και προχώρησε να προσθέσει τρίτη κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 στην οποία βρήκε τους τρεις Εφεσίβλητους ένοχους και επέβαλε στον Εφεσίβλητο 1 πρόστιμο €2.000, ενώ στους Εφεσίβλητους 2 και 3 ποινή φυλάκισης 10 μηνών με αναστολή για δύο χρόνια.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τρεις ξεχωριστές εφέσεις εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη, όσο και την ποινή. Όμως στο στάδιο της προδικασίας των εφέσεων, αποσύρθηκαν οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν στις καταδίκες και παρέμεινε μόνο ο ένας λόγος που αφορούσε στη μεν έφεση 171/10 την ανεπάρκεια της ποινής του προστίμου, στις δε άλλες δύο την αναστολή των ποινών φυλάκισης.

Οι Εφεσίβλητοι 2 και 3, υιός και πατέρας, είναι διευθυντές οικογενειακής εταιρείας αξιοποίησης γης, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 είναι υπάλληλος τους. Ο παραπονούμενος ήταν αγοραστής μιας οικίας σε συγκρότημα κατοικιών, από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τα βρήκε το δικαστήριο, μεταξύ του παραπονούμενου και των Εφεσιβλήτων 2 και 3 υπήρξαν διαφορές, σε σχέση με την οικία που είχε αγοράσει. Βασικά ο παραπονούμενος ήθελε να μην χτιστεί οτιδήποτε στη γη δίπλα από το σπίτι που αγόρασε από την εταιρεία των Εφεσιβλήτων 2 και 3. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορούσε να διασφαλιστεί. Οι μεταξύ τους διαφορές φαίνεται να επιτείνονταν, αφού ο παραπονούμενος κατά τους ισχυρισμούς τους δεν τους είχε καταβάλει διάφορα ποσά που είχαν συμφωνηθεί, δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας, με αποτέλεσμα να καταλήξουν στα δικαστήρια.

Στις 14.1.2008 ο παραπονούμενος μαζί με τον Martin Mott, άγγλο φίλο του, κατευθύνθηκαν στο Φρέναρος με ξεχωριστά αυτοκίνητα, με πρόθεση ο παραπονούμενος να συλλέξει στοιχεία που θα ενίσχυαν τις θέσεις του στο δικαστήριο, έναντι των Εφεσιβλήτων και της εταιρείας τους. Έδωσε στο φίλο του μια βιντεοκάμερα χειρός και μια κατασκοπευτική κάμερα, την οποία τοποθέτησε στο καπέλο που φορούσε και του έδωσε οδηγίες να βιντεογραφεί, ενώ αυτός μετρούσε και φωτογράφιζε το σπίτι που είχε αγοράσει και το οποίο μετέπειτα είχε παραχωρηθεί στην οικογένεια κάποιας κας McDonald. Ο παραπονούμενος ήταν και αυτός εξοπλισμένος με βιντεοκάμερα, ενώ είχε και δεύτερη μικροκάμερα κρυμμένη, στην ουσία ραμμένη στη φόδρα του σακακιού του. Η νέα ιδιοκτήτρια της κατοικίας, η κα McDonald, θορυβήθηκε όταν είδε τον παραπονούμενο έξω από το σπίτι της, και τηλεφώνησε στα γραφεία της εταιρείας των Εφεσιβλήτων και μίλησε με τον Εφεσίβλητο 2, τον οποίο ενημέρωσε για την παρουσία του παραπονούμενου έξω από το σπίτι της. Ο Εφεσίβλητος 2 συνοδευόμενος από τον Εφεσίβλητο 1, κατευθύνθηκε στο σημείο που βρισκόταν ο παραπονούμενος. Ο Εφεσίβλητος 3, ειδοποιήθηκε από υπάλληλο του γραφείου του για το τηλεφώνημα της κας McDonald και επειδή ήταν στο δρόμο κατευθύνθηκε και αυτός προς το ίδιο σημείο. Όταν ο Εφεσίβλητος 3 έφτασε στο σημείο, είδε στην απέναντι μεριά του συγκροτήματος, σε αδιέξοδο δρόμο, ένα κόκκινο αυτοκίνητο, το οποίο του κίνησε την περιέργεια. Κατευθύνθηκε προς αυτό και είδε τον φίλο του παραπονούμενου, Martin Mott, να βιντεογραφεί τον παραπονούμενο, ο οποίος βρισκόταν στο συγκρότημα. Ο Εφεσίβλητος 3 παρέμεινε στο σημείο, παρακολουθώντας την κατάσταση, μέχρι να έρθει ο γιος του. Ο Martin Mott ειδοποίησε τον παραπονούμενο για την παρουσία στη σκηνή του Εφεσίβλητου 3. Τότε ο παραπονούμενος με το αυτοκίνητό του κατευθύνθηκε βιαστικά προς το χώρο που ήταν ο φίλος του. Έπρεπε όμως να περάσει μέσα από το χωριό για να φτάσει εκεί. Κατά κακή του τύχη βρέθηκε στον ίδιο δρόμο με τον Εφεσίβλητο 2. Τα αυτοκίνητα τους συγκρούστηκαν λόγω της βιασύνης και των δύο να φθάσουν στο ίδιο μέρος.

Στο σημείο της σύγκρουσης, στο κέντρο του χωριού Φρέναρος, εξελίχθηκε το επεισόδιο που οδήγησε στις κατηγορίες. Ο Εφεσίβλητος 2, όταν αντιλήφθηκε ότι το άτομο που οδηγούσε το αυτοκίνητο με το οποίο είχε συγκρουστεί ήταν ο παραπονούμενος, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και από τα όσα του ανέφερε ο παραπονούμενος, εξοργίστηκε, με αποτέλεσμα να χάσει την ψυχραιμία του και να τον γρονθοκοπήσει στο πρόσωπο. Ο Εφεσίβλητος 2 τηλεφώνησε στη συνέχεια στον πατέρα του, ο οποίος σε πολύ σύντομο χρόνο κατέφθασε στη σκηνή. Όταν πλησίασε μαζί με το γιο του τον παραπονούμενο, ο Εφεσίβλητος 2 αντιλήφθηκε την ύπαρξη της κάμερας πάνω στον παραπονούμενο και φώναξε «κάμερα». Ο παραπονούμενος έτρεξε να φύγει, αλλά οι Εφεσίβλητοι 2 και 3 τον πρόλαβαν και προσπάθησαν να του αποσπάσουν την κάμερα. Στην προσπάθεια συνέδραμε και ο υπάλληλός τους, Εφεσίβλητος 1. Ο παραπονούμενος για να προστατεύσει την κάμερα έπεσε στο έδαφος, παίρνοντας εμβρυακή θέση και προσπαθούσε να απωθήσει τους Εφεσίβλητους, κλωτσώντας τους. Ο Εφεσίβλητος 2, αποφασισμένος να πάρει την κάμερα, γονάτισε πάνω στον παραπονούμενο και ο Εφεσίβλητος 3 του ακινητοποίησε το κεφάλι, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έψαχνε τον παραπονούμενο για να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα. Μόλις αυτή εντοπίστηκε, την άρπαξε ο Εφεσίβλητος 2 και την πέταξε για να εντοπιστεί στο σημείο του επεισοδίου την επόμενη ημέρα από την Αστυνομία. Ειδοποιήθηκε η Αστυνομία, η οποία επιλήφθηκε του επεισοδίου. Ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε «θλαστική εκχύμωση στην αριστερή κογχική χώρα μετά εξοιδήσεως, δύο μικροεκδορές με απόσπαση της επιδερμίδας στην αριστερή κάτω γνάθο, κοντά στην κροταφογναθική άρθρωση». Παραπονείτο επίσης για πόνο στη δεξιά οσφυϊκή χώρα και στη δεξιά βουβωνική χώρα, όπου υπήρχαν μώλωπες. Έμεινε στο νοσοκομείο για τέσσερις μέρες για παρακολούθηση, χωρίς να διαπιστωθεί οτιδήποτε άλλο ή να υπάρξει οποιαδήποτε περιπλοκή.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τέθηκαν τα ελαφρυντικά των Εφεσιβλήτων. Όλοι είναι λευκού ποινικού μητρώου. Ο Εφεσίβλητος 2 είναι νυμφευμένος και έχει τέσσερα ανήλικα παιδιά, το μεγαλύτερο ηλικίας 10 ετών, ενώ ο Εφεσίβλητος 1 έχει δύο ανήλικα τέκνα, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι ηλικίας 6½ ετών. Τονίστηκε στο πρωτόδικο δικαστήριο από το συνήγορο τους, ότι είχαν δεχθεί ισχυρή πρόκληση από τον παραπονούμενο, η οποία είχε μια προϊστορία τεσσάρων χρόνων. Όπως ανέφερε ο συνήγορος τους, ο παραπονούμενος τους δυσφημούσε συνεχώς μέσω δικής του ιστοσελίδας στο διαδίκτυο, με αποτέλεσμα να δεχθούν ακυρώσεις συμβολαίων. Λόγω της συνεχούς οχληρίας, υπήρχε φόρτιση όταν είδαν τον παραπονούμενο να βιντεογραφεί υλικό για να το χρησιμοποιήσει, όπως οι ίδιοι εξέλαβαν, για αναβάθμιση της ιστοσελίδας του. Επίσης, αναφέρθηκε ότι τυχόν επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας των Εφεσιβλήτων 1 και 2, θα είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις στην εταιρεία τους, η οποία χωρίς την καθημερινή παρουσία τους, ενδεχομένως να κατέρρεε, ιδιαίτερα λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στην Κύπρο.

Τέλος ο συνήγορος των Εφεσιβλήτων τόνισε στο πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι Εφεσίβλητοι ήταν από την αρχή έτοιμοι να παραδεχθούν κατηγορία για πραγματική σωματική βλάβη, αλλά η Κατηγορούσα Αρχή λόγω πιέσεων από τον παραπονούμενο δεν αποδέχθηκε πρόταση της υπεράσπισης για διαφοροποίηση του κατηγορητηρίου. Όμως τελικά η κατηγορία για βαριά σωματική βλάβη δεν αποδείχθηκε και οι Εφεσίβλητοι βρέθηκαν ένοχοι για κατηγορία που πάντοτε ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν.

Ως προς τις εφέσεις 172/10 και 173/10 το μοναδικό θέμα που καλείται το Εφετείο να αποφασίσει, είναι κατά πόσον ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο ανέστειλε τη δεκάμηνη ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3.

Υποστηρίζοντας τον λόγο έφεσης, κατά της αναστολής της ποινής φυλάκισης, ο Γενικός Εισαγγελέας, εισηγήθηκε ότι το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης δεν δικαιολογούσαν την αναστολή. Θεώρησε ότι υπήρξε σφάλμα αρχής και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο παρέλειψε να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει ορθά: (α) τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και την άσκηση βίας ώστε να διαφανούν οι επιπτώσεις των επιθετικών ενεργειών των Εφεσιβλήτων στον παραπονούμενο, (β) την ανυπαρξία μεταμέλειας και (γ) του παράγοντα πρόκλησης.

Η πρωτόδικη δικαστής εξετάζοντας το θέμα της αναστολής, ανέφερε τα εξής:-

«Ερχόμενη τώρα στο θέμα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε, έχοντας πάντα κατά νου τις πρόνοιες του Υφ’ Όρων Αναστολής Εκτέλεσης της Ποινής Φυλάκισης Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/03. Σύμφωνα με την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 Α.Α.Δ. 161, τα κριτήρια που μπορούν να ληφθούν υπόψη συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, (α) την σοβαρότητα του αδικήματος και τα κίνητρα διάπραξής του (β) το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου (γ) την διαγωγή του κατηγορούμενου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, συμπεριλαμβανομένης και της μεταμέλειάς του. Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία όπως διατυπώθηκε στις αποφάσεις Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1974) 2 C.L.R. 45, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και την Τζιαουχάρη (ανωτέρω), κρίνω ότι υπάρχουν τέτοια περιστατικά στην υπόθεση, ιδιαίτερα η πρόκληση την οποία υπέστηκαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και τέτοιες προσωπικές περιστάσεις που να συνηγορούν υπέρ της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής.

Το Δικαστήριο θα δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στους Κατηγορούμενους 1 και 2 να μάθουν να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά και όχι να παίρνουν τον Νόμο στα χέρια τους. Στο χέρι τους είναι να την εκμεταλλευτούν.

Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στην 3ην Κατηγορία αναστέλλεται για δύο χρόνια.» (sic)

Έχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, αλλά δεν συμφωνούμε ότι η απόφαση του δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή φυλάκισης των Εφεσιβλήτων 2 και 3 εμπεριέχει σφάλμα αρχής ή κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που είχε.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, τόσο της αγγλικής όσο και της κυπριακής, ανασταλείσα ποινή φυλάκισης παραμένει ποινή φυλάκισης. Το μόνο που διαφοροποιείται είναι η εκτέλεση της, η οποία αναστέλλεται. Ο κύριος λόγος για αναστολή ποινής φυλάκισης είναι για να αποφευχθεί ο εγκλεισμός του κατηγορουμένου στη φυλακή (βλ. Σύγγραμμα Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 13).

Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο δικαστήριο, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη απαριθμούνται στον ίδιο το Νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως της Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186(Ι)/2003, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής είναι το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο στα πλαίσια του πρώτου πιο πάνω κριτηρίου, έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, τα κίνητρα διάπραξης του, καθώς και την πρόκληση που υπέστησαν οι Εφεσίβλητοι. Ως προς το δεύτερο κριτήριο, έλαβε υπόψη πρωτίστως το λευκό ποινικό τους μητρώο, καθώς και τις προσωπικές περιστάσεις του καθενός, τις οποίες είχε καταγράψει σε άλλο σημείο της απόφασής του. Το δικαστήριο συνεκτιμώντας τους πιο πάνω παράγοντες, έκρινε ότι η ποινή μπορούσε να ανασταλεί.

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Το καθήκον επιβολής ποινής βαρύνει το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός αν καταδειχθεί σφάλμα αρχής, κάτι που δεν έχει αποδειχθεί στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Μακρή ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 42). Δεν ευσταθεί το παράπονο του Εφεσείοντος ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος ώστε να φανούν οι επιπτώσεις στον παραπονούμενο. Αντίθετα, το πρωτόδικο δικαστήριο στη σελίδα 4 της απόφασής του, περιγράφει με λεπτομέρεια όλα τα τραύματα που υπέστη ο παραπονούμενος, από τα οποία δεν προέκυψε οποιαδήποτε περιπλοκή, γεγονός που το πρωτόδικο δικαστήριο σημειώνει στην απόφασή του. Εν πάση περιπτώσει, σε περιπτώσεις αδικημάτων που χαρακτηρίζονται ως πλημμελήματα, εκείνο που έχει αυξημένη σημασία είναι αυτή καθ’ αυτή η άσκηση βίας, η οποία όπως ορθά τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο με αναφορά σε νομολογία, εξευτελίζει την προσωπικότητα του ατόμου που δέχεται την επίθεση.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αγνόησε ούτε την πρόκληση που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από την όλη συμπεριφορά του παραπονούμενου στην οποία απέδωσε τη δέουσα και όχι υπέρμετρη βαρύτητα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:-

«Στην υπό κρίση υπόθεση δέχομαι ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν δεχθεί σοβαρές και συνεχείς προκλήσεις από τον Παραπονούμενο. Η μαγνητοφώνηση των πλείστων συνδιαλέξεων που ο Παραπονούμενος είχε με τον Κατηγορούμενο 1, χωρίς ο Κατηγορούμενος 1 να το γνωρίζει, στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης για το πρόβλημα που είχε προκύψει με την αγορά του σπιτιού, η δημοσιοποίηση των συνδιαλέξεων αυτών στο διαδίκτυο, οι ισχυρισμοί του Παραπονούμενου ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είναι ψεύτες και παραπλανούν τον κόσμο και η δημοσίευση των ισχυρισμών αυτών καθώς και η παρενόχληση τόσο των πελατών των Κατηγορουμένων 1 και 2 αλλά και των εργασιών του σίγουρα δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η συμπεριφορά του Παραπονούμενου δεν μπορεί να απομονωθεί από την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Τέσσερεις κατασκοπευτικές κάμερες είχε ενεργοποίηση, η μια από αυτές μικροκάμερα καλά κρυμμένη στο σακάκι του, για να μετρήσει, κατά τον ισχυρισμό του, ειρηνικά το πεζοδρόμιο του σπιτιού που είχε αγοράσει και για να βγάλει φωτογραφίες.»

Με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι προκλήσεις που δέχθηκαν οι Εφεσίβλητοι από τον παραπονούμενο «ήταν σοβαρές και συνεχείς», δεν ήταν εκτός του ορθού πλαισίου. Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε ορθά τα στοιχεία της πρόκλησης ως μετριαστικό παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος, εντάσσοντάς τον στα πλαίσια που χαράσσει η νομολογία ήτοι την ξαφνική και προσωρινή απώλεια του αυτοελέγχου, με αποτέλεσμα το άτομο να δράσει αντίθετα απ’ ό,τι επιβάλλει η λογική (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342 και Χ΄΄Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 468 στις οποίες υιοθετήθηκε η αγγλική προσέγγιση όπως διατυπώθηκε από τον Devlin, J, στην υπόθεση Duffy [1949] 1 All ER 932).

Ένα άλλο από τα επιχειρήματα του δικηγόρου του Εφεσείοντος, είναι ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον παράγοντα μεταμέλεια, ενώ από τα γεγονότα δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Η απάντηση των Εφεσιβλήτων ήταν ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας οι Εφεσίβλητοι ήταν έτοιμοι να παραδεχθούν την ελαφρότερη κατηγορία. Επειδή δεν είναι ενώπιον μας όλα τα πρακτικά, δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το τι ακριβώς είχε λεχθεί. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο, με την αναφορά του στη μεταμέλεια των Εφεσιβλήτων, στην ουσία αποδέχθηκε την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης και έλαβε υπόψη τις ομολογίες των Εφεσιβλήτων που έγιναν ενώπιον του κατά τη διάρκεια της λήψης της μαρτυρίας και οι οποίες επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της τελικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επίσης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση ότι η αναβάθμιση της κατηγορίας από τις εισαγγελικές αρχές, σε βαριά σωματική βλάβη, στέρησε τους Εφεσίβλητους τη δυνατότητα να παραδεχθούν από την αρχή κατηγορία για πρόκληση πραγματικής βλάβης. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Η προσέγγιση του δικαστηρίου κατά την κρίση μας ήταν ορθή, υπό τις περιστάσεις που κατέστη αναγκαία η απόρριψη της αρχικής κατηγορίας και η τροποποίηση στη συνέχεια του κατηγορητηρίου.

Η επιλογή του πρωτόδικου δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή, δεν έχει καταδειχθεί ότι ήταν εσφαλμένη. Οι Εφεσίβλητοι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και το στοιχείο αυτό μαζί με το στοιχείο της πρόκλησης και τις υπόλοιπες προσωπικές τους περιστάσεις, τους προσέδιδε ισχυρή βάση για να αιτηθούν την αναστολή της ποινής φυλάκισης (βλ. Sentencing in Cyprus του Γ. Μ. Πική, σελ. 11-13 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161).

Ερχόμαστε τώρα στην έφεση 171/10 που αφορά την επιβολή στον Εφεσίβλητο 1 ποινής προστίμου, αντί φυλάκισης. Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ρόλος του Εφεσίβλητου 3 ήταν αισθητά μειωμένος σε σύγκριση με τους άλλους δύο συγκατηγορούμενους του και δικαιολογείτο απόλυτα η διαφοροποίηση της ποινής που του επιβλήθηκε. Όπως προκύπτει από τα γεγονότα, ο Εφεσίβλητος 3 ψαχούλευσε τον παραπονούμενο, ενώ αυτός ήταν πεσμένος στο έδαφος, με σκοπό να εντοπίσει την κρυμμένη κάμερα την οποία και τελικά εντόπισε και έδωσε στον Εφεσίβλητο 2 ο οποίος την πέταξε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αν και ο Εφεσίβλητος 3 δεν κτύπησε τον παραπονούμενο, εντούτοις έλαβε μέρος στον κοινό σκοπό. Υπό αυτές τις περιστάσεις, τυχόν επιβολή ποινής φυλάκισης και στον Εφεσίβλητο 3, θα ήταν άδικη και λανθασμένη, εφόσον η δραστηριότητα του κατά τη διάρκεια του επεισοδίου ήταν δραστικά μειωμένη.

Οι τρεις εφέσεις απορρίπτονται.

Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
Source

Appeal submission: Case 365/2006: 22-10-2012

ΚΛΙΜΑΚΑ:€500.000 – €2.000.000

Αριθ. 28-ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΙΣ ΕΦΕΣΕΩΣ (Ο.35,r3)

Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου

Κατ’ έφεσιν εκ του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 365/2006

Μεταξύ:

CHRISTOFOROS KARAGIANNAS & SONS, εκ Παραλιμνίου

ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ/ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ

-και-

  1. CORNELIUS DESMOND O’ DWYER, εξ Αγγλίας

  2. MICHAELLA MARGARET O’DWYER, εξ Αγγλίας

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ/ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ

ΚΑΙ ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24/3/2010

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ

ΑΓΩΓΗ ΑΡ.365/2006

Μεταξύ:

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ, εκ Παραλιμνίου

ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ/ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ

-και-

  1. CORNELIUS DESMOND O’ DWYER, εξ Αγγλίας

  2. MICHAELLA MARGARET O’DWYER, εξ Αγγλίας

ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ/ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΩΝ

Έστω εις γνώσιν υμών ότι oι Εναγόμενοι δια της παρούσης εφεσιβάλλουν την απόφαση (ή διαταγή) την δοθείσαν εν την άνω αγωγή κατά την 11/9/2012, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται εις την παρούσα ειδοποίηση.

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις τους είναι εναντίον ολοκλήρου της εν λόγω αποφάσεως (ή διαταγής).

ή

Έστω δε εις γνώσιν υμών ότι η έφεσις τους είναι εναντίον του μέρους εκείνου της έν λόγω αποφάσεως (ή διαταγής) δι’ού αποφασίζεται (ή διατάσσεται):

  1. Η απαίτηση των Εναγόντων σε σχέση με τις αποζημιώσεις, λόγω δυσφήμισης και διά της οποίας το Δικαστήριο απεφάσισε υπέρ των Εναγόντων και εναντίον του Εναγόμενου 1 για το ποσό των €60.000,00, πλέον νόμιμο τόκο, καθώς επίσης το μέρος της απόφασης που έκδοσε διάταγμα το Δικαστήριο με το οποίο απαγορεύει στον Εναγόμενο 1 να χρησιμοποιεί την ιστοσελίδα www.lyingbuilder.com και να διαφημίζει κείμενα που αφορούν τους Ενάγοντες, τον κον Μάριο Καραγιαννά και/ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα που έχουν σχέση με τους Ενάγοντες.

  1. Το μέρος της απόφασης που σχετίζεται με την ανταπαίτηση των Εναγομένων και συγκεκριμένα με το ύψος των αποζημιώσεων που έχει δώσει το Δικαστήριο, αναφορικά με τις αποζημιώσεις που προέκυψαν από την διαφορά, μεταξύ της τιμής πώλησης των ΛΚ163.000,00 και της αγοραίας αξίας του ακινήτου. Το Δικαστήριο επιδίκασε μόνο €28.500,00 αντί €119.698,00.

2 (α) Το μέρος της απόφαση στην ανταπαίτηση που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο η απαίτηση των Εναγομένων για:

i. €18.000,00, ως πραγματικά έξοδα,

ιι. €93.372,19, ως ενοίκια για το σπίτι τους στην Αγγλία,

  1. 2.526,90, ως δικηγορικά έξοδα,

  1. τιμωρητικές αποζημιώσεις

  1. αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη

3. Το μέρος της απόφασης που επιδικάζει έξοδα εναντίον του Εναγομένου 1 και δεν επιδικάζει έξοδα υπέρ της Εναγομένης 2, καθώς επίσης το μέρος της απόφασης του που αποφασίζει τον τρόπο που θα καταβληθούν τα έξοδα, ενόψει της ύπαρξης πιστοποιητικού νομικής αρωγής.

Διεύθυνση επιδόσεως: Το Δικηγορικό Γραφείο των κ.κ. Γεωργιάδης & Μυλωνάς, Γωνία Αγίου Παύλου & Κάδμου αρ.2, Wisdom Tower, 3ος όροφος, 1105 Λευκωσία, Τ.Κ.24144, 1701 Λευκωσία, Θυρίδα Δικαστηρίου 179.

(Υπογρ.) Γεωργιάδης & Μυλωνάς

Δικηγόροι Εναγομένων/Εφεσειόντων

Προς: Χριστόφορος Καραγιαννάς & Υιός Λτδ

Karayiannas Shopping Center

1ος όροφος, Γρ.1, Γρίβα Διγενή αρ.152

5281 Παραλίμνι, Τηλ.23743553

*Ενάγων ή Εναγόμενος, ως ή εκάστοτε περίπτωσις.

Διαγράψετε εάν δεν χρειάζεται.

Δηλώσατε τους όρους του μέρους εκείνου της αποφάσεως ή διαταγής δια τον οποίον γίνεται παράπονον.

Περαιτέρω δε έστω εις γνώσιν υμών ότι οι λόγοι της εφέσεως του και τα αιτιολογικά τούτων είναι:

ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

  1. Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε νομικώς και/ή διαδικαστικώς και/ή περιέπεσε σε πλάνη περί τον Νόμο:

Αιτιολογία

(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε και/ή παρερμήνευσε την ισχύουσα νομολογία που ετέθη ενώπιον του, αναφορικά με την απαίτηση για δυσφήμιση, καθώς και τις αρχές οι οποίες διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων λόγω δυσφήμισης και ιδιαίτερα, το Δικαστήριο παρέλειψε να ακολουθήσει την σύγχρονη τάση των Δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, να περιορίζει το δικαίωμα στην φήμη προς όφελος της ελευθερίας της έκφρασης.

(β) Το Δικαστήριο φαίνεται να αυτοκαθοδηγήθηκε λανθασμένα από τα όσα ανέφερε η μειοψηφία στην υπόθεση ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ ν. ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, αγνοώντας τα όσα αναφέρθηκαν από την πλειοψηφία και τα οποία είναι δεσμευτικά ως προηγούμενο (precedent) για τα Επαρχιακά Δικαστήρια.

(γ) Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς το μέγεθος της ζημιάς και το πόσο εκτεταμένη ήταν η δημοσιοποίηση των κειμένων στην ιστοσελίδα www.lyingbuilder.com, στηριζόταν σε υποθέσεις και όχι σε πραγματική μαρτυρία που είχε ενώπιον του και στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί για να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.

(δ) Το Δικαστήριο παραγνώρισε το γεγονός ότι ο Εναγόμενος 1 για περίπου ένα έτος μετά από την ισχυριζόμενη δυσφήμιση, δεν είχε αναρτημένα τα επίδικα κείμενα στο διαδίκτυο και ότι άλλοι παράγοντες τον ώθησαν μεταγενέστερα να ανεβάσει κείμενο, όπως η πώληση του σπιτιού του σε τρίτο πρόσωπο, χωρίς να εκδοθεί προηγούμενη απόφαση από το Δικαστήριο και χωρίς να αποσυρθεί το Συμβόλαιο του από το Κτηματολόγιο, καθώς επίσης το γεγονός ότι οι Ενάγοντες τον κτύπησαν δύο φορές, με αποτέλεσμα να εμπλακεί σε άλλες ατέρμονες διαδικαστικές διαδικασίες, που του προκάλεσαν πολλή ταλαιπωρία, έξοδα και ψυχική οδύνη.

(ε) Το Δικαστήριο κακώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η Υπεράσπιση του αληθούς δημοσιεύματος, ενόψει του ότι τα συμπεράσματα του δεν βασίζονταν στην μαρτυρία που είχε ενώπιον του και την ισχύουσα Νομολογία και η κατάληξη του βασίζεται σε υποθέσεις και όχι σε γεγονότα που είχε ενώπιον του. Επίσης το δικαστήριο κακώς δεν εξετάζει την υπεράσπιση του προνομιούχου δημοσιεύματος.

(στ) Το Δικαστήριο κακώς απέρριψε την υπεράσπιση του εντίμου σχολίου, αγνοώντας την πρόσφατη Νομολογία που είχε ενώπιον του. Το Δικαστήριο αγνόησε το ότι, ένας μέσος αναγνώστης της ιστοσελίδας θα μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι ο Εναγόμενος 1 εκφράζει την άποψη του βασιζόμενος στην εμπειρία που είχε με τους Ενάγοντες ως πελάτης. Το Δικαστήριο αγνόησε παντελώς την παραπομπή σε παρόμοιες υποθέσεις που αφορούν δημοσιεύσεις κειμένων μέσω ιστοσελίδας, γνωστές ως «gripe sites», όπου τα Δικαστήρια θεωρούν ότι τα όσα εκφράζουν οι καταναλωτές, έστω και υπερβολικά δεν αποτελούν δυσφήμιση, αλλά έκφραση γνώμης που στηρίζεται στις εμπειρίες τους.

(ζ) Το Δικαστήριο κατά τρόπο αντιφατικό από τη μια αποφάσισε ότι ήταν παράνομος ο τερματισμός του πωλητηρίου εγγράφου από τους Ενάγοντες και ότι πράγματι πωλήθηκε το σπίτι από αυτούς, ενώ οι ίδιοι προσπάθησαν επίμονα να ισχυριστούν ψευδώς στο Δικαστήριο ότι δεν πρόκειται περί πώλησης, και από την άλλη απεφάσισε ότι οι αναφορές του Εναγομένου 1 στην ιστοσελίδα του www.lyingbuilder.com, αποτελούν δυσφήμιση, αγνοώντας μάλιστα όλη τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το δικαστήριο ότι οι Ενάγοντες είπαν αρκετά ψέματα.

(η) Το Δικαστήριο κακώς επιδίκασε το υπέρογκο ποσό των €60.000,00 εναντίον του Εναγόμενου 1, σε αντίθεση με τα χαμηλά ποσά που συνηθίζεται να δίνονται σε Κυπριακά Δικαστήρια σε άλλες υποθέσεις. Το Δικαστήριο βρισκόταν σε πλάνη ως προς την μεθοδολογία υπολογισμού των αποζημιώσεων για δυσφήμιση και/ή αυτοκαθοδηγήθηκε λανθασμένα.

(θ) Το δικαστήριο βρισκόταν σε νομική πλάνη όταν επιδίκαζε αποζημειώσεις και τόκους υπέρ των Εναγόντων και έκανε τους υπολογισμούς του ως ο διάδικος να ήταν φυσικό πρόσωπο και όχι νομικό πρόσωπο, παραβλέποντας όλη την σχετική νομολογία επί του θέματος.

(ι) Το δικαστήριο έσφαλε νομικώς και/η διαδικαστικώς όταν στα πλαίσια της απόφασης του για την δυσφήμιση και/η για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων για δυσφήμιση, έλαβε υπόψη του γεγονότα τα οποία δεν ήταν δικογραφημένα, ως προβλέπεται από την νομολογία, τους θεσμούς και την σύνηθη πρακτική στις περιπτώσεις αυτές και/ή δεν ήταν δικογραφημένα ορθά.

(κ) Το Δικαστήριο κακώς δεν έλαβε υπόψη του για σκοπούς υπολογισμού των αποζημιώσεων υπερ των εναγομένων την αγοραία αξία του ακινήτου τους στις 30/5/2007, όπου ήταν και ο χρόνος που αποφάσισαν οι Εναγόμενοι να εγκαταλείψουν την απαίτηση τους για ειδική εκτέλεση, κατά παράβαση τους ισχύουσας Νομολογίας, με αποτέλεσμα να τους αποδώσει μόνο €28.500,00 αποζημιώσεις.

(λ) Το Δικαστήριο κακώς δεν επιδίκασε τα πραγματικά έξοδα που ζήτησαν οι Εναγόμενοι, παρά του ότι είχε μαρτυρία ενώπιον του για τα ποσά, η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη.

(μ) Το Δικαστήριο κακώς απέρριψε το αίτημα των Εναγομένων να τους δοθούν τα ενοίκια που πλήρωσαν για την διαμονή τους στην Αγγλία, λόγω τους πώλησης τους οικίας τους, παρόλο που το Δικαστήριο αναγνώριζε ότι είναι ποσό που δικαιούνται να πάρουν. Το Δικαστήριο βρισκόταν σε νομική πλάνη, καθώς επίσης πλάνη περί των γεγονότων, όταν αποφάσισε ότι δεν μπορούν να πάρουν αποζημίωση για ενοίκια οι Εναγόμενοι, διότι δεν έπρεπε να πωλήσουν το σπίτι τους μετά που πήραν την επιστολή ημερ.9/3/2006. Το Δικαστήριο αγνοεί ότι οι Εναγόμενοι ξεκίνησαν την διαδικασία πώλησης του σπιτιού τους, όταν αποφάσισαν να μετακομίσουν στην Κύπρο και δεσμεύτηκαν στην αγορά του επίδικου ακινήτου, η οποία ολοκληρώθηκε μετά την αποστολή εκείνης της επιστολής. Οι Εναγόμενοι δεν αποδέχθηκαν τον τερματισμό και διεκδικούσαν, εκτός από αποζημιώσεις, ειδική εκτέλεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, διότι ήταν αναγκαίο να πωλήσουν το σπίτι τους για να έχουν τα λεφτά για την εξόφληση του επίδικου ακινήτου, χωρίς να χρειάζεται να πάρουν δάνειο.

(ν) Το Δικαστήριο κακώς δεν έκδοσε απόφαση για τα πραγματικά έξοδα υπέρ των Εναγομένων, παρά του ότι υπήρχε μαρτυρία ενώπιον του και παρόλο που τα ποσά περιγράφονταν στα δικόγραφα, με την δικαιολογία ότι στο αιτητικό της ανταπαίτησης δεν περιλήφθηκαν οποιαδήποτε έξοδα, εφόσον τέτοια θέση βρίσκεται αντίθετη με την ισχύουσα Νομολογία. Περαιτέρω το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι ζημιές δεν είναι εξειδικευμένες και δεν συνδέονται με τις ανάγκες της υπόθεσης, αγνοώντας το ότι δεν έχουν αμφισβητηθεί τα ποσά από τους Ενάγοντες στο στάδιο της αντεξέτασης, καθώς επίσης αναλύονται σε κατάσταση που παρέδωσε η Εναγόμενη 2. Περαιτέρω το δικαστήριο κακώς απέρριψε τα δικηγορικά έξοδα για το ποσό των €2.526,90 σε σχέση με την ετοιμασία το πωλητήριου εγγράφου.

Επίσης το δικαστήριο κακώς δεν έδωσε αποζημιώσεις για ψυχική οδύνη, παρά του ότι τέτοιου είδους αποζημιώσεις δίνονται σε τέτοιες περιπτώσεις, σύμφωνα με την νομολογία.

(ξ) Το Δικαστήριο κακώς επιδίκασε έξοδα εναντίον του Εναγομένου 1 σε σχέση με τη δυσφήμιση και/ή δεν εξάσκησε δικαστικά την διακριτική του ευχέρεια, παρά του ότι η γενεσιουργός αιτία της δικαστικής διαδικασίας ήταν η παράνομη συμπεριφορά των Εναγόντων να τερματίσουν την Συμφωνία, κατά παράβαση της Συμφωνίας πώλησης, κάτι για το οποίο το Δικαστήριο δικαίωσε τους Εναγόμενους. Το δικαστήριο κακώς δεν έδωσε έξοδα υπέρ τους Εναγομένης 2, παρά του ότι απορρίφθηκε η απαίτηση για λίβελλο εναντίον της.

Περαιτέρω το Δικαστήριο, παρέλειψε να λάβει υπόψη του την συμπεριφορά των Εναγόντων έναντι των Εναγομένων, την αυθαίρετη πώληση της οικίας τους σε άλλον και τον ξυλοδαρμό του Εναγομένου 1 δύο φορές, συμπεριφορές που προκάλεσαν τον Εναγόμενο 1 να δημοσιεύσει την εμπειρία του στην ιστοσελίδα που είχε δημιουργήσει. Εν πάση περιπτώσει έστω και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο ορθά επιδίκασε έξοδα εναντίον του, κακώς δεν προβλέπεται στην απόφαση του ότι τα ποσά αυτά θα καταβληθούν από το κράτος, εφόσον έχει δοθεί νομική αρωγή στον Εναγόμενο 1.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη και/ή ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας και/ή διακατέχετο από προκατάληψη εναντίον των Εναγομένων 1 και/ή 2 και/ή είχε προαποφασίσει για την αξιοπιστία τους και/ή δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έλαβε υπόψη του επουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή έσφαλε νομικώς και/ή διαδικαστικώς και/ή περιέπεσε σε πλάνη σχετικά με τα πραγματικά γεγονότα και/ή παρερμήνευσε τους διαδικαστικούς κανονισμούς και την Νομολογία.

Αιτιολογία

(α) Το Δικαστήριο φαίνεται να αντιμετωπίζει με προκατάληψη την αξιοπιστία και τον χαρακτήρα των Εναγομένων και/ή να είχε προαποφασίσει την αξιοπιστία τους ως μάρτυρες, ενόψει των όσων το Δικαστήριο ανέφερε στην υπόθεση αρ. 927/2007, όπου απέδωσε στον Εναγόμενο 1 στη σελ. 18, πιθανή εγκληματική ενέργεια, ενόψει του ότι μαγνητοφώνησε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και τις κυκλοφόρησε στο διαδύκτιο και μάλιστα παρέπεμψε τα πρακτικά στην αστυνομία, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει ποινική υπόθεση εναντίον του Εναγομένου 1.

(β) Συγκεκριμένα ο Πρωτόδικος Δικαστής Οικονόμου στην υπόθεση 927/2007, ανέφερε σε σχέση με τον Εναγόμενο 1 στην παρούσα υπόθεση, μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

“….. η παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων και ειδικά η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων δημιουργεί απευθείας εκ του Συντάγματος αγώγιμο δικαίωμα. Παράλληλα δε, πρόκειται για ποινικό αδίκημα …..”

“…. Τίθεται γιατί θεωρώ σκόπιμο να κοινοποιηθεί η παρούσα στον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για περαιτέρω, κατά την κρίση του, διερεύνηση ποινικής ευθύνης ……..” Δηλαδή εναντίον του Εναγομένου 1.

Η πιο πάνω Αγωγή ήταν Αγωγή μεταξύ των ιδίων μερών και συγκεκριμένα ήταν απαίτηση της Εταιρείας Καραγιαννά για δυσφήμιση εναντίον του Εναγομένου 1 και απορρίφθηκε λόγω κατάχρησης της διαδικασίας, ενόψει του ότι διεκδικούσαν τις ίδιες θεραπείες δυσφήμισης με αυτές που διεκδικούσαν μέσω της 365/2006.

(γ) Η προκατάληψη του Δικαστηρίου σε σχέση με τον χαρακτήρα και την αξιοπιστία των Εναγόμενων, διαφαίνεται και από τον τρόπο που προσπάθησε το Δικαστήριο να αιτιολογήσει τη μη αποδοχή της μαρτυρίας τους, στην αρχή της απόφασης του, καθώς επίσης σε άλλα σημεία κατά τα οποία επυφυλασσόμαστε να υποδείξουμε στο Δικαστήριο στο στάδιο της Ακρόασης της Έφεσης.

(δ) Το Δικαστήριο κακώς είχε εκλάβει την ψυχική οδύνη και ταλαιπωρία των Εναγομένων και την προσπάθεια τους να βρουν το δίκαιο τους, ως ένδειξη για το ότι δεν λένε την αλήθεια στο Δικαστήριο, παραβλέποντας το ότι, όσα παρέθεσε ο Εναγόμενος 1, υποστηρίζονται από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία και ότι στο στάδιο της αντεξέτασης, ήταν σταθερός, δεν είχε περιπέσει σε αντιφάσεις και δεν απέφευγε να απαντήσει ευθέως σε όλες τις ερωτήσεις που του υπέβαλλαν οι δικηγόροι των Εναγόντων.

(ε) Το Δικαστήριο κακώς θεώρησε τους μάρτυρες των Εναγόντων ως αξιόπιστους, παρά του ότι στο στάδιο της αντεξέτασης ως διαφαίνεται από τα πρακτικά περιέπεσαν σε πολλές αντιφάσεις, δεν απαντούσαν και/ή απέφευγαν να απαντήσουν ευθέως στις ερωτήσεις που τους υποβάλλοντο. Περαιτέρω το Δικαστήριο κακώς δεν έλαβε υπόψη του τις δηλώσεις που έκαναν οι Ενάγοντες κατά την διάρκεια της μαρτυρίας τους και οι οποίες συγκρούονταν με άλλες δηλώσεις που προσπάθησαν να προωθήσουν για τα ίδια θέματα σε άλλες διαδικασίες, είτε μέσω προφορικής μαρτυρίας, ή γραπτών δηλώσεων, ή ενόρκων δηλώσεων, κάτι που το Δικαστήριο είχε ενώπιον του ως μαρτυρία.

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

3. Η απόφαση και/ή τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι αιτιολογημένα και/ή επαρκώς αιτιολογημένα ως σαφώς ορίζει το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και η Νομολογία.

Αιτιολογία

(α) Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να δώσει ουσιαστικούς και/ή επαρκείς λόγους που το οδήγησαν στο να μην ακολουθήσει την νομολογία που παρέθεσαν οι Ενάγοντες μέσω της αγόρευσης τους. Ειδικότερα, κακώς δεν αιτιολόγησε και/ή παρέλειψε να εξηγήσει γιατί δεν έλαβε καθόλου υπόψη την νομολογία που αφορά την Δυσφήμιση και τις αποζημιώσεις, λόγω παράνομου τερματισμού του Πωλητήριου Εγγράφου και την νομολογία σε σχέση με τις αποζημιώσεις σε περίπτωση παράβαση συμφωνίας.

(β) Το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε καθόλου και/ή επαρκώς, γιατί δεν απέδωσε την δέουσα βαρύτητα στην μαρτυρία των Εναγόμενων.

(γ) Το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς τα ευρήματα του, αναφορικά με τα γεγονότα και τα νομικά σημεία.

(Περαιτέρω λεπτομέρειες θα δοθούν κατά την ακρόαση της Έφεσης)

(Υπογρ.) Γεωργιάδης & Μυλωνάς

Δικηγόροι Εναγομένων/Εφεσειόντων

Καταχωρήθηκε την / /2012

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής

Brit wins property dispute but must pay for defamation

A BRITISH homebuyer has said he will appeal a court order to pay compensation for an online campaign against a property developer whom the court has found guilty of the unlawful termination of a 2005 contract.

After years of battling his case, and finally having the court acknowledge that his developers had unlawfully terminated his contract, the Famagusta District Court has asked Conor O’Dwyer to pay compensation to Paralimni-based Karayannas Developers over his online campaign.

Although the court awarded O’Dwyer €141,000 in compensation, which comes to around €200,000 with interest, he has been asked to compensate the developers to the tune of some €60,000 – over €85,000 with interest – for defamation on the website lyingbuilder.com, set up in March 2006 against the backdrop of a growing dispute with the developers.

“I’m being penalised because I dared express my opinion about how I was treated by the developers,” O’Dwyer said.

The website documented O’Dwyer’s interaction with the developers by scanning documents, recording conversations and posting photographs of the disputed villa.

O’Dwyer’s lawyer, Yiannos Georgiades, has been instructed to appeal the court’s decision.

In the case of defamation, Georgiades said that European law precedents weighed heavily towards the protection of freedom of speech and people’s right to express their opinion, even against major corporations.

Georgiades said they will also appeal the court’s decision not to award damages for expenses (travelling to and from the UK), loss of rent (by selling a home in the UK to settle in Cyprus) and damages for distress caused by the developers.

The O’Dwyer family sold their house to move to Cyprus with their two small children, buying property on land belonging to the developers in 2005.

They felt their agreement with the developer was breached but negotiations to find a mutually agreed solution failed.

O’Dwyer had already paid over €100,000 in instalments as per his contract and claims the house was resold without his knowledge in May 2007. His contract had been unlawfully terminated and his money never returned.

Karayannas and his son have already been found guilty twice of assault on O’Dwyer in 2006 and 2008. Concerning the second assault, the state has appealed the court’s decision to give a 12-month suspended sentence for actual bodily harm on the grounds the offence should have related to the more serious grievous bodily harm.

O’Dwyer is also waiting on a civil suit against the developers in relation to the second assault that left him six days in hospital.

Also pending is a Supreme Court appeal to a court’s decision to clear Karayannas of any wrongdoing, in relation to a private criminal prosecution.

By: Poly Pantelides Published: Saturday 15th September 2012

To see comments from British expats read this article in the Cyprus Property News
Copyright © Cyprus Property News

Interim Decision: Case 356/2006: Date 20-04-2011

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Ενώπιον: Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 365/06

Μεταξύ:

CHRISTOFOROS KARAGIANNAS & SONS LTD

Εναγόντων

Και

1. CORNELIUS DESMOND O’DWYER
2. MICHAELLA MARGARET O’DWYER

Εναγομένων

Αίτηση για διαγραφή ημερ. 10/1/2011

Ημερομηνία: 20 Απριλίου, 2011

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Αιτητές/Εναγόμενους 1 και 2: κ. Τ. Μυλωνάς.
Για Καθ΄ ων η Αίτηση/Ενάγοντες: κ.κ. Α. Κλαϊδης και Βασιλακκάς.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Με την παρούσα Αίτηση οι Εναγόμενοι/Αιτητές ζητούν τις ακόλουθες θεραπείες:

(Α) Όπως το δικόγραφο «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» το οποίο καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες στις 12/1/09 διαγραφεί στο σύνολό του και/ή θεωρηθεί ως μη καταχωρηθέν διά το λόγο ότι καταχωρήθηκε παράτυπα και/ή κατά παράβαση των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας και/ή χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

(Β) Όπως τα αποσπάσματα της παρά. (8) της Τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, η οποία έχει τροποποιηθεί κατ΄ επανάληψη σύμφωνα με τα διατάγματα ημερομηνίας 24/3/10 και 16/6/10 τα οποία δεν είναι γραμμένα σε μια από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά στην αγγλική διαγραφούν διότι παραβιάζουν τις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή του περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο.

(Γ) Όπως το δικόγραφο «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΕΚΘΕΣΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» σύμφωνα με το Διάταγμα ημερομηνίας 16/6/10, το οποίο καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες στις 4/10/10, διαγραφεί δια το λόγο ότι καταχωρήθηκε χωρίς άδεια του Δικαστηρίου και οι ισχυρισμοί που περιέχονται σε αυτό τροποποιούν την αρχική Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 8/2/07. Οι αλλαγές και/ή τροποποιήσεις που υπέστη η αρχική Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση δεν έχουν καμμία σχέση με τις αλλαγές που υπέστη η αρχική Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 24/1/07.

(Δ) Διαζευκτικά προς το αιτητικό (Γ) της παρούσας Αίτησης όπως τα αποσπάσματα της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10, τα οποία βρίσκονται σε σύγκρουση και/ή προσθέτουν νέους ισχυρισμούς στην Έκθεση Απαίτησης όπως έχει τροποποιηθεί, διαγραφούν. Συγκεκριμένα να διαγραφούν από την παρά. (8) υποπαράγραφος (4) τα εξής αποσπάσματα:

«Διαζευκτικά και ανεξάρτητα του ανωτέρω αναφερόμενου ισχυρισμού αλλά και επιπροσθέτως οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά των εναγομένων μετά δυσφημιστικά σχόλια και τις ψευδείς πληροφορίες που δημοσίευσαν αλλά και οι παράνομες και αντισυνταγματικές ενέργειες τους έδιναν το δικαίωμα στους ενάγοντες άμεσου τερματισμού της σύμβασης.
Είναι επίσης ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν κάθετα αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που έπρεπε να διέπουν την μεταξύ τους σύμβαση, η δε παράβαση τους έδιδε στους ενάγοντες δικαίωμα άμεσου τερματισμού της σύμβασης».

ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ

Η Αίτηση βασίζεται στη Δ.19, Δ.20, Δ.21, Δ.23, Δ.25,θ.θ.5 και 6, Δ.26,θ.14, Δ.27,θ.θ.2, 3 και 4 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στο κοινοδίκαιο και στις αρχές της επιείκειας.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της Βασιλικής Μιχαηλίδου, δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των Εναγομένων, στην οποία αναφέρονται, όπως μπορώ να συνοψίσω, τα ακόλουθα:

· Στην παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε η αρχική Έκθεση Απαίτησης από τους Ενάγοντες στις 10/11/06, ακολούθως Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση από τους Εναγόμενους στις 24/1/07 και τέλος Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από τους Εναγόμενους στις 8/2/07.
· Στις 24/3/10 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης των Εναγόντων έπειτα από σχετική αίτηση που καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες. Στις 22/4/10 καταχωρήθηκε η Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης και στις 30/4/10 η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης. Περαιτέρω, στις 16/6/10 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και την 1/7/10 καταχωρήθηκε η Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης. Στις 17/9/10 καταχωρήθηκε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτηση και στις 4/10/10 καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες η Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.
· Στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρήθηκε και όπως έχει τροποποιηθεί και συγκεκριμένα στην παρά. (8) υπάρχουν αποσπάσματα που είναι γραμμένα στα αγγλικά και πρέπει να διαγραφούν καθώς αυτό αντιβαίνει το Άρθρο 3 (4) του Συντάγματος, το οποίο αναφέρει ότι επίσημες γλώσσες διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου είναι η ελληνική και η τουρκική.
· Αναφορικά με τα σημεία (Α) και (Γ) δηλώνεται ότι η Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 12/1/09 και η Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Τροποποιημένη Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 16/6/10 που καταχωρήθηκε στις 4/10/10 είναι ουσιωδώς διαφορετικές από την αρχική Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε στις 8/2/07. Οι αλλαγές που έγιναν εκ μέρους των Εναγομένων στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης δεν έχουν καμμιά σχέση με τις αλλαγές που παρουσιάζουν τα δύο πιο πάνω δικόγραφα των Εναγόντων.
· Σχετικά με το σημείο (Δ) της Αίτησης, δηλώνεται ότι τα εν λόγω αποσπάσματα αποτελούν νέους ισχυρισμούς, ήτοι νέους λόγους καταγγελίας και τερματισμού της σύμβασης οι οποίοι είναι σε αντίθεση με τους λόγους τερματισμού της σύμβασης που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης και ως εκ τούτου τροποποιούν την ΄Εκθεση Απαίτησης. Η τροποποίηση των δικογράφων επιτρέπεται μόνο με διάταγμα Δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, η προσθήκη των ως άνω αναφερομένων αποσπασμάτων της παρα(8) της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 4/10/10 αποτελεί κατάχρηση και περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, παραβίαση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είναι αντίθετη με τη νομολογία και παραβιάζει το εκδοθέν στις 16/6/10 διάταγμα τροποποίησης αφού είναι άσχετα μ΄ αυτό.

ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ

Στην Αίτηση κατεχωρήθη ένσταση η οποία βασίζεται στη Δ.19, Δ.20, Δ.21, Δ.23, Δ.25,θ.θ.5 και 6, Δ.26,θ.14, Δ.27,θ.θ.2, 3 και 4 και Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς και εγγενείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στην πρακτική, στο κοινοδίκαιο και στις αρχές της επιείκειας.

Ως συγκεκριμένοι λόγοι ένστασης εξειδικεύονται οι εξής:

Η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.
Δεν πληρούνται οι όροι που θέτει ο Νόμος και η Νομολογία για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων.
Η αίτηση είναι γενική και αόριστη.
Η καταχώριση της Αίτησης στο παρών στάδιο αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας.
Οι Αιτητές εμποδίζονται στην καταχώριση της Αίτησης στο παρών στάδιο.
Υπάρχει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της Αίτησης.

Η ένσταση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Μάριου Καραγιαννά. ενός εκ των Διευθυντών των Εναγόντων. Σ΄ αυτή αναφέρει, όπως μπορώ να συνοψίσω, τα εξής:

Μετά την καταχώριση της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 8/2/07 οι Εναγόμενοι με αίτηση τους ημερομηνίας 21/9/07 πέτυχαν, δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 16/1/08, την τροποποίηση της παραγράφου 35 της Ανταπαίτησης τους και καταχώρησαν Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση στις 8/10/08.
Οι Ενάγοντες καταχώρησαν Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση στις 12/1/09 προς απάντηση των νέων ισχυρισμών των Εναγόντων που περιέχονται στο δικόγραφο τους ημερομηνίας 8/10/08.
Στις 15/12/09 οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης τους και εκδόθηκε σχετικό Διάταγμα Δικαστηρίου στις 24/3/10.
Στις 30/4/10 οι Εναγόμενοι καταχώρησαν Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Πριν προβούν οι Ενάγοντες σε καταχώριση Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση την 1/7/10 καταχώρησαν Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης δυνάμει διατάγματος ημερομηνίας 16/6/10.
Στις 17/9/10 οι Εναγόμενοι καταχώρησαν Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης ημερομηνίας 1/7/10 όπου οι Εναγόμενοι προέβησαν σε επαναδιατύπωση και/ή αλλαγές στη δομή και το περιεχόμενο του δικογράφου τους προσθέτοντας μάλιστα και νέους ισχυρισμούς απαντώντας στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης ημερομηνίας 1/7/10 σύμφωνα με το Διάταγμα ημερομηνίας 16/6/10. Στις 4/10/10 οι Ενάγοντες καταχώρησαν Απάντηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης και Υπεράσπιση στην Τροποποιημένη Ανταπαίτηση ημερομηνίας 17/9/10. Αυτό, ως συμβουλεύουν οι δικηγόροι του τον ενόρκως δηλούντα, του έδιδε το δικαίωμα να απαντήσει στους νέους αυτούς ισχυρισμούς και/ή να επαναδιατυπώσει και εκείνος με τη σειρά του τους ισχυρισμούς του ούτως ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ξεκάθαρα τις θέσεις των δύο πλευρών για να μπορεί να προβεί σε πλήρη και δίκαιη επίλυση όλων των επίδικων θεμάτων.
Κανένα νέο ισχυρισμό δεν προβάλλουν οι Ενάγοντες στην Απάντηση στην Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10 που να έρχονται σε αντίθεση με την Έκθεση Απαίτησης και/ή να αποτελούν νέα βάση αγωγής καθώς ο ισχυρισμός τους ότι πέραν της παράλειψης πληρωμής, όπως προνοούσε το πωλητήριο, είχαν δικαίωμα να τερματίσουν οι Ενάγοντες την μεταξύ τους σύμβαση και λόγω της συμπεριφοράς των Εναγομένων, ήτοι τον λίβελλο και/ή δυσφημιστικά δημοσιεύματα εκ μέρους των Εναγομένων και/ή κακόβουλες ειδήσεις και/ή εκδικητική και εκβιαστική συμπεριφορά των Εναγομένων που περιέχεται στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων ειδικά στις παραγράφους 10-24.
Λόγω και της φύσης της αγωγής στο μέτρο που αφορά στον λίβελλο είναι πάγια Νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων ότι τα δημοσιεύματα θα πρέπει να περιλαμβάνονται αυτούσια στο σώμα της Έκθεσης Απαίτησης. Όλα τα δημοσιεύματα έγιναν και δημοσιεύθηκαν στην αγγλική γλώσσα που είναι και η μητρική γλώσσα των Εναγομένων.
Περαιτέρω, είναι ορατός ο κίνδυνος κατά τη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική να έχει χαθεί το ακριβές νόημα των δημοσιευμάτων και να δημιουργηθεί κατάφορη αδικία εναντίον των Εναγόντων.
Σύμφωνα δε με το περί Επίσημων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο αλλά και σύμφωνα με την Νομολογία είναι στη Διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποδέχεται ως μαρτυρία έγγραφα συντεταγμένα σε οποιαδήποτε γλώσσα, ενώ όταν το συμφέρον της δικαιοσύνης το επιβάλλει μπορεί το Δικαστήριο να διατάξει τη μετάφραση εγγράφων ή μέρος εγγράφου σε μια από τις Επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Περαιτέρω, στα πλαίσια της επιείκειας τα δημοσιεύματα είναι σε μια γλώσσα κατανοητή στους διαδίκους και ιδιαίτερα στους Εναγόμενους.
Η αίτηση των Εναγομένων σε αυτό το στάδιο δε μπορεί να πετύχει για τον λόγο ότι υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης ιδιαίτερα όσον αφορά στην διαγραφή της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 12/1/09.
Περαιτέρω η παρούσα υπόθεση είχε οριστεί για ακρόαση τόσο μετά την καταχώριση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπάντηση ημερομηνίας 12/1/09 χωρίς οι Εναγόμενοι να προβάλουν οποιαδήποτε επιφύλαξη σε σχέση με τα δικόγραφα όσο και μετά την καταχώριση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10 όπου και πάλι ορίστηκε η υπόθεση για ακρόαση σε ημερομηνία μεταγενέστερη της επίδοσης του τροποποιημένου δικογράφου χωρίς και πάλι να αναφέρουν οτιδήποτε στο Δικαστήριο, θέτοντας τους εαυτούς τους στη διάθεση του Δικαστηρίου για ακρόαση με βάση τα δικόγραφα ως είχαν και τα οποία είχε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, μετά την καταχώρηση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπάντηση ημερομηνίας 12/1/09 οι Εναγόμενοι και οι Ενάγοντες είχαν συνάντηση στα γραφεία των δικηγόρων τους στην Λευκωσία, δια σκοπούς διευθέτησης της σχετικής αγωγής. Όλες οι συζητήσεις γίνονταν στη βάση των δικογράφων ως είχαν τροποποιηθεί μέχρι και την ημερομηνία εκείνη.
Οι Εναγόμενοι προβαίνουν σε ελλειπή και παραπλανητική παράθεση των πραγματικών γεγονότων και/ή την πραγματική πορεία και/’ή τροποποιήσεις των δικογράφων και δεν παρουσιάζουν τα αληθή γεγονότα και παραπλανούν το Δικαστήριο παραλείποντας να αναφέρουν ενδιάμεσες τροποποιήσεις που έγιναν και από τις δύο πλευρές παρουσιάζοντας μια άλλη διαφορετική εικόνα από αυτή που πραγματικά ισχύει και πως οι Ενάγοντες κατέληξαν στην καταχώριση της Τροποποιημένης Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10.
Τα εν λόγω αποσπάσματα ουδόλως αποτελούν νέους ισχυρισμούς αλλά ως έχει ήδη αναφερθεί αποτελούν ισχυρισμούς προς απάντηση των νέων ισχυρισμών των εναγομένων αλλά και διευκρινίσεις και/ή λεπτομέρειες σε σχέση με τους ισχυρισμούς των Εναγόντων στην Έκθεση Απαίτησης τους. Περαιτέρω ο ενόρκως δηλών ισχυρίζεται και ως τυγχάνει νομικής συμβουλής ότι η Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης τους ημερομηνίας 1/7/10 βάσει του Διατάγματος των δικαστηρίων 16/6/10 περιέχει όλες και μόνο τις τροποποιήσεις οι οποίες περιλαμβάνονται στο εν λόγω διάταγμα. Η Τροποποιημένη τους Απάντηση αποτελεί ένα άλλο δικόγραφο που δεν αφορά σε αυτό το ισχυριζόμενο διάταγμα και πιστεύει ότι καμία δέσμευση δεν επιβάλλει στους Ενάγοντες το εκδοθέν διάταγμα τη στιγμή μάλιστα που μετά την καταχώρηση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης οι εναγόμενοι καταχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης φέροντας νέους ισχυρισμούς και/ή τροποποιήσεις και/ή επαναδιατυπώσεις οι οποίες έχρηζαν λεπτομερέστερης απάντησης εκ μέρους των Εναγόντων.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Εξουσία διαγραφής παραχωρείται από τη Δ.19 θ.26[1] η οποία δίδει το δικαίωμα διαγραφής οποιουδήποτε θέματος σε οποιαδήποτε οπισθογράφηση ή δικόγραφο το οποίο μπορεί να είναι αχρείαστο ή σκανδαλώδες ή το οποίο τείνει να επηρεάσει ή ενοχλήσει ή καθυστερήσει τη δίκαιη διεξαγωγή της δίκης.

Ενόψει της ομοιότητας των προνοιών Δ.19 θ.26 με αυτές της Order 19 r.27 των παλαιών Αγγλικών Κανονισμών καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την αγγλική νομολογία επί του θέματος. Στην Ετήσια Πρακτική του 1958 (Annual Practice) στη σελ. 477 αναφέρεται ότι η διατύπωση του κανόνα είναι ευρεία αλλά η εφαρμογή του περιορίστηκε σε κάποια έκταση με τις αποφάσεις που δόθηκαν σχετικά μ’ αυτόν. Η γενική εφαρμογή του κανόνα καθορίζεται με την απόφαση του Bowen L.J. στην υπόθεση Knowles v. Roberts 38 Ch.D. 270 όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να υπαγορεύει στα μέρη πώς να συντάσσουν τα δικόγραφα και ότι αυτός ο κανόνας θα πρέπει να τηρείται σαν ιερός. Από την άλλη όμως ο κανόνας αυτός υπόκειται στον περιορισμό ότι τα μέρη δεν πρέπει να παραβιάζουν τους κανόνες ετοιμασίας των δικογράφων και αν κάποιος διάδικος εισάγει δικόγραφο που είναι αχρείαστο και τείνει να επηρεάσει δυσμενώς και να καθυστερήσει την εκδίκαση τότε το δικόγραφο αυτό είναι πέραν των δικαιωμάτων του διαδίκου.

Η εξουσία του Δικαστηρίου να διαγράφει ισχυρισμούς in limine είναι αναμφίβολα δραστική και δεν πρέπει να ασκείται παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Αποτελεί ταυτόχρονα ένα χρήσιμο όπλο προς αποφυγή κατάχρησης της διαδικασίας με την προώθηση σκανδαλωδών, αχρήστων ή ενοχλητικών θεμάτων που είναι αντίθετα με την ορθή παρουσίαση των δικογράφων και των κανόνων αυτών όπως προδιαγράφει η Δ.19 θ.4[2] με βάση την οποία μόνο τα ουσιώδη γεγονότα πρέπει να δικογραφούνται τα οποία είναι και σχετικά με τα επίδικα θέματα.

Όσον αφορά ειδικότερα την έννοια του αχρείαστου δικογράφου σε σχόλιο του Annual Practice του 1959 στη σελ. 477 αναφέρεται ότι το γεγονός και μόνο ότι το δικόγραφο του αντιδίκου περιέχει κάποια αχρείαστα θέματα δεν είναι ικανοποιητικός λόγος για αίτηση σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό. Κάποια δήλωση δεν διαγράφεται απλώς και μόνο επειδή είναι αχρείαστη εφόσον κατά τα άλλα είναι αβλαβής. Έτσι αν ουσιώδη γεγονότα διατυπώνονται με αχρείαστη μακρηγορία ή με αχρείαστη λεπτομέρεια το δικόγραφο δεν θα διαγραφεί. Αν όμως εντελώς επουσιώδη θέματα καταγράφονται με τέτοιο τρόπο ώστε ο αιτητής να πρέπει να απαντήσει σε αυτά και με αυτό τον τρόπο εγείρονται άσχετα θέματα τα οποία θα καταλήξουν στην πρόκληση εξόδων, ταλαιπωρίας και καθυστέρησης, τότε αυτά θα διαγραφούν γιατί θα επηρεάσουν τη δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης.

Σχετικά με το πότε ένα δικόγραφο προκαλεί αμηχανία, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στο Σύγγραμμα Bullen & Leake, Precedent of Pleadings 12η έκδοση σελ. 147:

“Accordingly a pleading is embarrassing which is ambiguous or unintelligible or which states immaterial matter and so raises irrelevant issues which may involve expense, trouble and delay and thus will prejudice the fair trial of the action, and so is a pleading which contains unnecessary or irrelevant allegations.”

Όπως λέχθηκε από τον Cotton L.J. στην υπόθεση Philips v. P. 4 Q.B 139:-

“In my opinion it is absolutely essential that the pleading not to be embarrassing to the defendants should state those facts which will put the defendants on the guard and tell them what they have to meet when the case comes on for trial.”

Γενικά σκανδαλώδη, ενοχλητικά και άχρηστα θέματα είναι εκείνα τα οποία θεωρούνται ανήθικα ή υποβιβαστικά ή γίνονται με στόχο τον επηρεασμό της άλλης πλευράς, αλλά αν είναι σχετικά τότε δεν είναι κατ΄ ανάγκη και σκανδαλώδη, ούτε και διαγράφεται ισχυρισμός απλώς και μόνο διότι είναι αχρείαστος, εκτός και αν είναι εμφανώς άσχετος.

Παρόλο ότι η Δ.19,θ.26 ρητά προνοεί ότι το διάταγμα διαγραφής μπορεί να εκδοθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, εντούτοις η Αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση (promptly) και κατά κανόνα αμέσως μετά την επίδοση του ενοχλητικού (offending) δικογράφου[3].

Να αναφερθώ, τέλος, στη Δ.27,θ.3 σύμφωνα με την οποία όταν η βάση της αγωγής ή υπεράσπισης που αποκαλύπτεται με τα δικόγραφα δεν έχει βάση συζήτησης, ή στην περίπτωση που φαίνεται ότι είναι επιπόλαιη ή ενοχλητική, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την απαίτηση ή την υπεράσπιση. Επισημαίνω ότι η διαγραφή δικογράφου αποτελεί εξαιρετικό μέτρο που δικαιολογείται μόνο εφόσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο, ενώ η εξέτασή του γίνεται αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενό του και τις αντικειμενικές συνέπειες που συνεπάγεται η τεκμηρίωση των ισχυρισμών που προβάλλονται σε αυτό. Η επιλογή των προνοιών της Διάταξης αυτής είναι κατάλληλη μόνο στις περιπτώσεις οι οποίες είναι απλές, προφανείς και ξεκάθαρες.

Η νομολογιακή αντιμετώπιση τόσο της Δ.19,θ.26 όσο και της Δ.27,θ.3 – που αφορά τη διαγραφή ολόκληρου του δικογράφου – είναι ότι η άσκηση της σχετικής εξουσίας του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με προσοχή και φειδώ[4].

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

Κρίνω σκόπιμο για τους σκοπούς των ζητημάτων που έχουν εγερθεί στα πλαίσια της αίτησης να αναφερθώ συνοπτικά στο ιστορικό της παρούσας υπόθεσης και τα δικόγραφα που έχουν καταχωρηθεί από την αρχή μέχρι σήμερα μετά τη μεσολάβηση αιτημάτων τροποποίησης και έκδοσης σχετικών διαταγμάτων από το Δικαστήριο για σκοπούς πληρέστερης παρουσίασης των γεγονότων.

ü Στις 9/6/2006 κατεχωρήθη γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ενώ η Έκθεση Απαίτησης κατεχωρήθη στις 10/11/2006. Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση από μέρους των Εναγομένων κατεχωρήθη στις 22/1/2007, ενώ στις 8/2/2007 ακολούθησε η καταχώρηση Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση.
ü Στις 21/9/2007 μεσολάβησε καταχώρηση αίτησης από τους Εναγόμενους για παραχώρηση άδειας για παράταση του χρόνου καταχώρησης συμπληρωματικής Υπεράσπισης και για διάταγμα τροποποίησης της Ανταπαίτησης. Στις 16/1/2008 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα που επέτρεπε την παράταση χρόνου καταχώρησης συμπληρωματικής Υπεράσπισης των Εναγομένων και τροποποίηση της Ανταπαίτησης.
ü Στις 3/4/2008 καταχωρήθηκε αίτηση από τους Εναγόμενους για παράταση του χρόνου καταχώρησης συμπληρωματικής Υπεράσπισης και παράταση του χρόνου για καταχώρηση της τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης συμφώνως προς το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/1/2008.
ü Στις 15/5/2008 κατεχωρήθη συμπληρωματική Υπεράσπιση αφού προηγήθηκε έκδοση διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/4/2008. Την ίδια ημερομηνία, δηλαδή 15/5/2008, κατεχωρήθη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα τροποποίησης ημερομηνίας 16/1/2008.
ü Στις 25/9/2008 καταχωρήθηκε αίτηση από τους Εναγόμενους για παράταση του χρόνου καταχώρησης της Τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/1/2008.
ü Στις 12/1/2009 καταχωρήθηκε Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από τους Ενάγοντες.
ü Στις 15/12/2009 οι Ενάγοντες κατεχώρησαν αίτηση τροποποίησης του τίτλου της αγωγής και τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης, η οποία ορίστηκε στις 16/1/2010. Στις 25/1/2010 εκδόθηκε διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης ως η σχετική αίτηση.
ü Ακολούθησε νέα αίτηση από τους Ενάγοντες για τροποποίηση του τίτλου της αγωγής και της Έκθεσης Απαίτησης η οποία ορίστηκε 24/3/2010, ημερομηνία κατά την οποία εξεδόθη το αιτούμενο διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης.
ü Στις 22/4/2010 οι Ενάγοντες κατεχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/3/2010.
ü Στις 30/4/2010 κατεχωρήθη τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση συμφώνως του διατάγματος του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/3/2010. Την ίδια ημερομηνία κατεχωρήθη από τους Εναγόμενους τροποποιημένη συμπληρωματική Υπεράσπιση σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 24/3/2010.
ü Την 1/6/2010 οι Ενάγοντες κατεχώρησαν νέα αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης η οποία ορίστηκε στις 16/6/2010 και η οποία εγκρίθηκε χωρίς ένσταση και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα τροποποίησης. Ακολούθησε η καταχώρηση τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης την 1/7/2010.
ü Οι Εναγόμενοι κατεχώρησαν στις 17/9/2010 τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/6/2010 και τροποποιημένη συμπληρωματική Υπεράσπιση σύμφωνα με το εν λόγω διάταγμα.
ü Οι Ενάγοντες κατεχώρησαν στις 4/10/2010 Απάντηση στην τροποποιημένη Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην τροποποιημένη Ανταπαίτηση σύμφωνα με το διάταγμα ημερομηνίας 16/6/2010.

ΕΞΕΤΑΣΗ ΕΓΕΡΘΕΝΤΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ

Προχωρώ να εξετάσω τα ζητήματα που ηγέρθησαν στην υπό κρίση Αίτηση και που αφορούν τις επιζητούμενες θεραπείες.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Β) της Αίτησης

Σ΄ ό,τι αφορά τη θεραπεία υπό στοιχείο (Β) στην υπό κρίση Αίτηση ήταν η θέση του συνηγόρου των Εναγομένων ότι το γεγονός ότι στην παρά.(8) της Έκθεσης Απαίτησης συμπεριλαμβάνεται κείμενο στην αγγλική γλώσσα έχει ως συνέπεια να παραβιάζεται ο περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμος του 1988 (Ν.67/88) και ότι, ως αποτέλεσμα, θα πρέπει να διαγραφεί.

Το εγερθέν ζήτημα δίδει την αφορμή να πούμε δύο λόγια για ό,τι προηγήθηκε της θέσπισης του Νόμου 67/88.

Το Άρθρο 3 (1) του Συντάγματος καθιερώνει την Ελληνική και την Τουρκική ως τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Επειδή, όμως, οι Νόμοι που είχαν εγκριθεί πριν από το 1960 ήταν στην Αγγλική, το Άρθρο 189 του Συντάγματος παρέτεινε την εφαρμογή των Αγγλικών Νόμων (που διατηρήθηκαν σε ισχύ σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 188 του Συντάγματος) για μια περίοδο 5 χρόνων από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος για να υπάρξει έτσι έμμεσα μια χρονική περίοδος μέσα στην οποία θα μπορούσαν να μεταφραστούν οι Αγγλικοί Νόμοι στην Ελληνική γλώσσα. Το Άρθρο 189 (B) του Συντάγματος αποτελεί μια δυνητική πρόνοια η οποία για τη μεταβατική περίοδο των πέντε ετών καθιστούσε παραδεκτή και τη χρήση της Αγγλικής ως γλώσσα στην οποία θα μπορούσε να διεξαχθεί η διαδικασία στα Δικαστήρια. Επειδή, όμως, η μετάφραση των Νόμων δεν κατέστη δυνατή μέσα σ΄ αυτή τη μεταβατική περίοδο ψηφίστηκε ο περί Νόμων και Δικαστηρίων (Κείμενον και Διαδικασία) Νόμος του 1965 (Ν.51/65) σύμφωνα με τον οποίο μέχρις ότου θα μεταφράζονταν οι Νόμοι με διαδικασία που καθόριζε ο ίδιος ο Νόμος, οι Αγγλικοί Νόμοι θα εξακολουθούσαν να ισχύουν, όπως και προηγουμένως και οι διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων θα εξακολουθούσαν να διεξάγονται σε οποιαδήποτε μέχρι τότε «εν χρήσει εν τοις δικαστηρίοις γλώσσαν». Δηλαδή, οι διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου θα μπορούσαν να διεξάγονται στην Αγγλική, Ελληνική και/ή Τουρκική γλώσσα.

Τα πράγματα παρέμειναν χωρίς μεταβολή μέχρι το 1988. Το 1988 ο νομοθέτης έκρινε πως δεν ήταν πια επιθυμητό να συνεχιστεί η κατάσταση που δημιούργησε ο Νόμος 51/65. Με τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο του 1988 (Ν.67/88), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, καταργήθηκε ο προσωρινός Νόμος του 1965 και τερματίσθηκε η μεταβατική περίοδος και, ως αποτέλεσμα, ενεργοποιήθηκαν οι συνταγματικές διατάξεις που καθιστούσαν τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας τις μόνες γλώσσες στις οποίες μπορεί να διεξάγεται η δικαστική διαδικασία. Έτσι, η χρησιμοποίηση της Αγγλικής γλώσσας αποκλείσθηκε από τις 27/5/88 με τη ψήφιση του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου αρ. 67/88. Με άλλα λόγια, με το Νόμο 67/88 αποκλείσθηκε η χρήση οποιασδήποτε άλλης από τις επίσημες γλώσσες στην επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου μέτρου.

Έχοντας, επομένως, ξεκαθαρίσει το πεδίο εφαρμογής του Νόμου 67/88 και το αποτέλεσμα που είχε η θέσπιση του προχωρώ να θέσω το νομικό πλαίσιο που ισχύει σ΄ ό,τι αφορά τους κανόνες δικογράφησης ενός λιβέλου που αφορά η υπό εξέταση περίπτωση.

Με βάση τη Δ.2,θ.9 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε αγωγές για λίβελο η οπισθογράφηση το κλητήριο ένταλμα πρέπει να περιέχει επαρκείς λεπτομέρειες για να αναγνωριστούν οι δημοσιεύσεις επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή για λίβελο.

Είναι νομολογημένο ότι σε αγωγές λιβέλου οι λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν αποτελούν τα ουσιώδη γεγονότα και πρέπει να περιλαμβάνονται στην Έκθεση Απαίτησης. Η βασική αυτή αρχή που αναφέρεται στον τρόπο δικογράφησης της απαίτησης σε υποθέσεις λιβέλου έχει τονιστεί στην αγγλική υπόθεση British Data Management plc v. Boxer Commercial Removals plc and another (1996) 3 All E.R. 707[5]. Στην εν λόγω υπόθεση στις σελίδες 713 – 714 υιοθετήθηκε η ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (8th edn, 1981):

“”In a libel the words used are the material facts,” and must therefore be set out in the statement of claim; it is not enough to describe their substance, purport or effect [see Harris v. Warre (1879) 4 CPD 125 at 127, 129]. “The law requires the very words of the libel to be set out in the declaration in order that the court may judge whether they constitute a ground of action” [see Wright v. Clements (1829) 3 B & Ald 503 at 506, 509, 106 ER 746 at 747, 748 per Abbott CJ and Holroyd J] “whether they are a libel or not” [see Capital and Counties Bank v. George Henty & Sons (1882) 7 App Cas 741 at 772, [1881 – 5] All ER Rep 86 at 99]. “In libel you must declare upon the words; it is not sufficient to state their substance” [see Fitzsimons v. Duncan & Kemp & Co [1908] 2 IR 483 at 499 per Palles CB]. “A plaintiff is not entitled to bring a libel action on a letter which he has never seen and of whose contents he is unaware. He must in his pleadings set out the words with reasonable certainty . The court will require him to give particulars so as to ensure that he has a proper case to put before the court and is not merely fishing for one” [see Collins v. Jones [1955] 2 All ER 145 at 146, [1955] 1 QB 564 at 571 – 572 per Denning LJ].”

Στην πιο πάνω αγγλική υπόθεση τονίστηκε ότι σε υποθέσεις λιβέλου οι λέξεις που στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκαν συνιστούν τα ουσιώδη γεγονότα και επιβάλλεται η παράθεσή τους στο δικόγραφο του ενάγοντα ούτως ώστε ο εναγόμενος να μπορεί να γνωρίζει ποια ακριβώς είναι η κατηγορία εναντίον του και να μπορεί να την αντιμετωπίσει[6]. Το ίδιο ισχύει και για το Δικαστήριο για να μπορεί, δηλαδή, το Δικαστήριο να κρίνει κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό ή όχι[7]. Παραθέτω στο σημείο αυτό σχετική περικοπή που έγινε στην πιο πάνω απόφαση όπου υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την παλαιά υπόθεση Harris v. Warre (1879) 4 CPD 125 στη σελίδα 128:

“As to the libel the claim is in most general terms . heretofore, both in slander and libel, it was usual to set out the words according to a rule, not merely technical but founded on the substantial reason, stated by judges of authority to be that the defendant is entitled to know the precise charge against him and cannot shape his case until he knows. In libel and slander everything may turn on the form of words . In libel and slander the very words complained of are the facts on which the action is grounded. It is not the fact of the defendant having used defamatory expressions, but the fact of his having used those defamatory expressions alleged, which is the fact on which the case depends. (Lord Coleridge CJ’ s emphasis)”

Oπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Bullen and Leake, 12η έκδοση, σελ.545[8]:

«Pleading. The words complained of must be set out in the statement of Claim as in ordinary actions of defamation (see Gutsole v. Mathers (1836) 1 M. W.495)»

Όπως προκύπτει από τη νομολογία αν ο Ενάγων κινεί αγωγή σε σχέση με δυσφημιστικά αποσπάσματα που περιλαμβάνονται σε ένα άρθρο ή σε μια επιστολή, δεν πρέπει να παραθέσει στην Έκθεση Απαίτησης ολόκληρο το άρθρο ή το κείμενο της επιστολής. Είναι αρκετό να παραθέσει τα δυσφημιστικά αποσπάσματα μόνο νοουμένου ότι το νόημα τους είναι καθαρό και ξέχωρο. Παρόλο που η δυσφημιστική δήλωση πρέπει να παρατίθεται στην Απαίτηση λέξη προς λέξη εκεί όπου συνιστά μέρος μακρύτερου κειμένου είναι αρκετό να παρατεθεί μόνο το δυσφημιστικό μέρος, νοουμένου ότι το υπόλοιπο δεν θα άλλαζε το νόημα.

Παραθέτω στο σημείο αυτό την ακόλουθη περικοπή από το Σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob’s “Precedents of Pleadings”, 12η έκδοση, σελ.626[9] όπου σκιαγραφούνται οι βασικές αρχές δικογράφησης σε υποθέσεις λιβέλου:

«Τhe libel must be set out verbatim in the Statement of Claim; it is not enough to set out its substance or effect as “the precise words of the document are themselves material” (see Ord. 18, r.7(2); Collins v. Jones [1955] 1 Q.B. 564). The book, newspaper or other document from which the words are taken should be identified by date or description. Where the defamatory matter is part of a longer passage, the defamatory parts only need be set out, provided the remainder of the passage would not vary the meaning of the defamatory matter (Sydenham v. Man (1617) Cro. Jac.407). Where the defamatory matter arises out of a long article or “feature” in a newspaper, the plaintiff must set forth in his Statement of Claim the particular passages referring to him of which he complains and the respects in which such passages are alleged to be defamatory (DDSA Pharmaceuticals Ltd. v. Times Newspapers Ltd. [1973] 1 Q.B. 21, C.A.»; (δικές μου υπογραμμίσεις)

Έχοντας λοιπόν σκιαγραφήσει τους βασικούς κανόνες δικογράφησης ενός λιβέλου προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω και το τι ισχύει από πλευράς δικογράφησης, στην περίπτωση όπου ο λίβελλος – το δυσφημιστικό δημοσίευμα – έγινε σε ξένη γλώσσα, όπως είναι και η περίπτωση που εξετάζουμε.

Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα BULLEN & LEAKE & JACOB’S PRECEDENTS OF PLEADINGS, Τόμος 1, 16η έκδοση, (2008) στην παρά. 29-23 κάτω από τον τίτλο «Pleading in foreign language»:

«Libel and slander: If the slander or libel is in a foreign language, it must be set out in the original (Zenobio v. Axtell (1795) C.T.R. 162; Jenkins v. Phillips (1841) 9 C.8 P. 766), and then be translated into English. The particulars of claim should plead that the persons to whom it was published understood the foreign language concerned (Amann v. Damm (1860) 8 C.B. (N.S.) 597). The claimant, or a competent interpreter, must prove the meaning of the words at trial, unless the English translation is admitted in the defence.»[10]

Μάλιστα, στο ίδιο Σύγγραμμα στις σελίδες 570-571, παρά. 29-67 παρατίθεται παράδειγμα/πρότυπο δικογράφου στο οποίο υπάρχει αξίωση για δυσφημιστικό δημοσίευμα που έγινε σε ξένη γλώσσα. Στο εν λόγω παράδειγμα/πρότυπο στην παρά. (3) αυτού αναφέρεται ότι πρέπει να παρατεθούν οι δυσφημιστικές αναφορές/λέξεις verbatim στη ξένη γλώσσα και στην επόμενη παρά. (4) να παρατεθεί η μετάφραση των εν λόγω αναφορών/λέξεων στα Αγγλικά («literal translation»).

Περαιτέρω, στο Σύγγραμμα GATLEY ON LIBEL AND SLANDER, 7η έκδοση στη σελίδα 411, παρά. 987 διαβάζουμε τα εξής σχετικά:

«If the libel or slander is in a foreign language, it must be set out in the same language and followed by a literal translation: it is not enough to set out a translation without setting out the original or vice verca.»

Στο ίδιο Σύγγραμμα στη σελίδα 491 παρά. 1207 αναφέρεται ότι ο Ενάγων στην περίπτωση όπου το λιβελογράφημα είναι σε ξένη γλώσσα θα πρέπει να αποδείξει τις συγκεκριμένες λέξεις που δημοσιεύθηκαν και, επίσης, θα πρέπει να αποδείξει, μέσω διερμηνέα ο οποίος θα καταθέσει ως μάρτυρας, ότι η μετάφραση η οποία δόθηκε στην Έκθεση Απαίτησης είναι σωστή, εκτός αν κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό.

Παραθέτω τη σχετική περικοπή:

«1207. Proof by interpreter. Where the words complained of are in a foreign language the plaintiff must prove the actual words published. He must also prove by an interpreter sworn as a witness that the translation given in the statement of claim is correct, unless this fact has been admitted. …………………………»

Παρομοίως στο Σύγγραμμα BULLEN & LEAKE & JACOB’S PERCEDENTS OF PLEADINGS, 12η έκδοση, στη σελ. 633 καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά:

«Pleading. If the libel be in a foreign language, it should be set out in the original (Zenobia v. Axtell (1795) 6 T.R. 162; Jenkins v. Phillips (1841) 9 C. & P. 766), and should be translated into English; and the Statement of Claim should aver that the persons to whom it was published understood the foreign language in which it was published (Amann v. Damm (1860) 8 C.B. (n.s.) 597). The plaintiff, or a competent interpreter, must prove the meaning of the words in English.»

Στο πιο πάνω Σύγγραμμα στην ίδια σελίδα δίδεται παράδειγμα δικογράφου με το οποίο ζητούνται αποζημιώσεις για λίβελο που έγινε σε ξένη γλώσσα και με βάση αυτό το παράδειγμα/πρότυπο διαπιστώνεται ότι θα πρέπει να δικογραφείται ο ισχυριζόμενος λίβελος αυτολεξεί στη γλώσσα που έγινε και στη συνέχεια να ακολουθεί στο ίδιο δικόγραφο η παράθεση της μετάφρασης στη γλώσσα που χρησιμοποιείται ενώπιον του Δικαστηρίου.

Έχοντας λοιπόν αναφερθεί στα πιο πάνω καταλήγω ότι στην προκειμένη περίπτωση οι Ενάγοντες έχουν εφαρμόσει τους ορθούς κανόνες δικογράφησης εφόσον έχουν παραθέσει αυτολεξεί (verbatim) το κείμενο του κατ΄ ισχυρισμόν λιβελλογραφήματος στη γλώσσα που έγινε, ήτοι την αγγλική, και στη συνέχεια έχουν παραθέσει τη μετάφραση του εν λόγω κατ΄ ισχυρισμόν λιβελλογραφήματος στην Ελληνική γλώσσα. Όπως προκύπτει από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, δεν θα ήταν αρκετό να παρέθεταν μόνο τη μετάφραση του εν λόγω κειμένου στην Ελληνική χωρίς την παράθεση του κειμένου αυτού αυτούσιου στη γλώσσα που έγινε, δηλαδή, στην Αγγλική ούτε, όμως, θα ήταν αρκετό να παρατίθετο το εν λόγω κείμενο στην Αγγλική χωρίς να δίδεται και η μετάφραση του στην Ελληνική.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Δ) της Αίτησης

Εξετάζοντας τη θεραπεία υπό στοιχείο (Δ) στην υπό κρίση Αίτηση και στην οποία γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο απόσπασμα από την παρά.8 της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση η οποία καταχωρήθηκε στις 4/10/10 κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ συνοπτικά στις εκατέρωθεν θέσεις οι οποίες προωθήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της Αίτησης.

Ο κος Μυλωνάς, εκ μέρους των Εναγομένων/Αιτητών, υποστήριξε ότι τα αποσπάσματα του δικογράφου για τα οποία επιζητείται η διαγραφή συνιστούν νέους ισχυρισμούς και συγκεκριμένα νέους λόγους καταγγελίας και τερματισμού της Συμφωνίας που συνήψαν οι διάδικοι οι οποίοι είναι σε αντίθεση με τους λόγους τερματισμού που αναφέρονται στην Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων και, ως εκ τούτου, τροποποιούν την Έκθεση Απαίτησης χωρίς να έχει εξασφαλιστεί, προηγουμένως, άδεια του Δικαστηρίου που να επιτρέπει τέτοια τροποποίηση και ταυτόχρονα, στερούνται οι Εναγόμενοι, μ΄ αυτό τον τρόπο, τη δυνατότητα να απαντήσουν σ΄ αυτούς τους καινούργιους ισχυρισμούς.

Από την άλλη ο κος Βασιλακκάς εκ μέρους των Εναγόντων/Καθ΄ ων η Αίτηση, υποστήριξε ότι η παρά. (8) στον πιο πάνω αναφερόμενο δικόγραφο απαντά πλήρως στους ισχυρισμούς που έθεσαν οι Εναγόμενοι στην Υπεράσπιση που καταχώρησαν στην τροποποιηθείσα Έκθεση Απαίτησης. Επίσης υποστήριξε ότι η Απάντηση αποτελεί νέο δικόγραφο που δεν έχει σχέση με το διάταγμα τροποποίησης που εξεδόθη σε σχέση με την Έκθεση Απαίτησης και ότι ουδεμία δέσμευση υπήρχε από το εν λόγω διάταγμα καθ΄ ην στιγμή μάλιστα μετά την καταχώρηση της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης οι Εναγόμενοι είχαν καταχωρήσει Υπεράσπιση στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης προβάλλοντας ισχυρισμούς και/ή τροποποιήσεις και/ή επαναδιατυπώσεις οι οποίες έχρηζαν λεπτομερέστερης απάντησης εκ μέρους των Εναγόντων.

Για να γίνει το όλο ζήτημα καλύτερα αντιληπτό θα πρέπει, πιστεύω, να αναφερθούμε συγκεκριμένα στα δικόγραφα και ό,τι προηγήθηκε της καταχώρησης της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10.

Στις 24/3/10 εξεδόθη διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και στις 22/4/10 οι Ενάγοντες καταχώρησαν τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης σύμφωνα με το εν λόγω διάταγμα. Για τους σκοπούς εξέτασης του εγερθέντος ζητήματος μας ενδιαφέρει η παρά.(22) της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης η οποία αποτελούσε μια νέα παράγραφο προς αντικατάσταση της υφιστάμενης παρά.(22). Η νέα παρά.(22) είχε ως εξής:

«22. Άνευ βλάβης των ως άνω, οι Εναγόμενοι κατά παράβαση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας και/ή Συμφωνητικό Έγγραφο και/ή Contract of Sale και/ή συμφωνίας πωλήσεως ημερ. 23/08/2005 παρέλειψαν και/ή αρνήθηκαν και/ή καθυστερούν και/ή οφείλουν το ποσόν των Λ.Κ.£52.000=(Πενήντα Δύο Χιλιάδες Λίρες Κύπρου), ήτοι τις πληρωμές εν σχέση με την ολοκλήρωση και/ή αποπεράτωση των τοίχων και/ή brickwork και εν σχέση με την ολοκλήρωση και αποπεράτωση των σουβάδων και/ή επιχρισμάτων και/ή plastering της επίδικης κατοικίας.

Ως εκ των άνω οι Ενάγοντες επανειλημμένως ειδοποίησαν τους Εναγόμενους και/ή τους αντιπροσώπους αυτών και/ή δικηγόρους των, όπως καταβάλουν το ποσόν των Λ.Κ.£52.000=(Πενήντα Δύο Χιλιάδες Λίρες Κύπρου).

(ι) Ήτο ρητός όρος και/ή εξυπακουόμενος όρος της ως άνω γραπτής συμφωνίας και/ή Πωλητηρίου Εγγράφου, ότι σε περίπτωση που οι Εναγόμενοι καθυστερούν και/ή παρέλειπαν την πληρωμή οιουδήποτε υπόλοιπου ποσού, τότε οι Ενάγοντες θα είχαν το δικαίωμα όπως τερματίσουν την ως άνω συμφωνία και να λάβουν κατοχή του ως άνω ακίνητου και επίσης αξίωση αποζημιώσεων.»

Στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης καταχώρησαν οι Εναγόμενοι στις 30/4/10 Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην οποία, καθόσον αφορά την παρά.(22) της τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης, απαντούσαν στην παρά.(20) της Υπεράσπισης τους ως εξής:

«20. Οι Εναγόμενοι αρνούνται την παράγραφο 22 της Έκθεσης Απαίτησης και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι απέστειλαν δεόντως τη συμφωνηθείσα 4η δόση (αναφορικά με την ολοκλήρωση και/ή αποπεράτωση των τοίχων στην δικηγόρο τους, αυτή όμως δεν καταβλήθηκε στους Ενάγοντες άμεσα λόγω των διαφορών που είχαν προκύψει μεταξύ των διαδίκων και/ή των διαπραγματεύσεων που εκκρεμούσαν. Οι Εναγόμενοι διαμαρτυρήθηκαν έντονα στους Ενάγοντες για τις παραβάσεις που διαπίστωσαν αλλά αυτοί αρνήθηκαν και/ή αμέλησαν να αποκαταστήσουν τις παραβάσεις που διέπραξαν σε σχέση με τα αρχιτεκτονικά και/ή τοπογραφικά σχέδια της κατοικίας τους και μη έχοντας άλλη επιλογή οι Ενάγοντες έδωσαν οδηγίες στην δικηγόρο τους να προχωρήσει με την πληρωμή της 4ης δόσης, αφού προηγουμένως οι Ενάγοντες ρητώς και/ή σιωπηρώς και/ή έμμεσα συγκατατέθηκαν υπό τις περιστάσεις όπως ο χρόνος πληρωμής της 4ης δόσης παραταθεί εκκρεμούσης της διαπραγμάτευσης και/ή συζήτησης των διαφορών που προέκυψαν μεταξύ των διαδίκων.

Περαιτέρω οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν και την 5η δόση που αφορούσε την ολοκλήρωση και αποπεράτωση των επιχρισμάτων και/ή plastering της επίδικης κατοικίας, πλην όμως δεν τους δόθηκε η ευκαιρία εξαιτίας του παράνομου τερματισμού της συμφωνίας από τους Εναγομένους και την πώληση της επίδικης κατοικίας σε τρίτο πρόσωπο.

Επιπρόσθετα οι Εναγόμενοι αρνούνται το περιεχόμενο της παραγράφου 22 (i) της ΄Εκθεσης Απαίτησης και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι ο όρος 3.2 της επίδικης συμφωνίας πώλησης προνοούσε ότι σε περίπτωση που οι Εναγόμενοι καθυστερούσαν οποιαδήποτε από τις συμφωνηθείσες δόσεις πέραν των 15 ημερών οι Ενάγοντες είχαν το δικαίωμα να τερματίσουν την συμφωνία με γραπτή ειδοποίηση 15 ημερών και εάν οι Εναγόμενοι δεν κατέβαλαν την καθυστερημένη δόση τότε οι Ενάγοντες είχαν το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Πλήρεις λεπτομέρειες του εν λόγου όρου θα δοθούν κατά τη δικάσιμο.»

Την 1/6/10 μεσολάβησε νέα αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και στις 16/6/10 εξεδόθη σχετικό διάταγμα τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης. Στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης παρέμεινε άθικτη η παρά.(22) που παρατέθηκε ανωτέρω γιατί η τροποποίηση αφορούσε μόνο την παρά.(27) της Έκθεσης Απαίτησης.

Ακολούθησε καταχώρηση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης στην τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης στις 17/9/10 στην οποία επαναλαμβάνετο, μεταξύ άλλων, και η παρά.(20) που παρατέθηκε ανωτέρω.

Οι Ενάγοντες στις 4/10/10 καταχώρησαν Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση όπου στην παρά.(8) της Απάντησης τους η οποία απαντούσε, μεταξύ άλλων, και στην παρά.(20) της Υπεράσπισης συμπεριέλαβαν και το απόσπασμα για το οποίο οι Εναγόμενοι επιζητούν διάταγμα διαγραφής με βάση τη θεραπεία υπό στοιχείο (Δ) της παρούσας Αίτησης. Το παραθέτουμε:

«Διαζευκτικά και ανεξάρτητα του ανωτέρω αναφερόμενου ισχυρισμού αλλά επιπροσθέτως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων μετά δυσφημιστικά σχόλια και τις ψευδείς πληροφορίες που δημοσίευσαν αλλά και οι παράνομες και αντισυνταγματικές ενέργειες τους έδιναν το δικαίωμα στους Ενάγοντες άμεσου τερματισμού της σύμβασης.

Είναι επίσης ο ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν κάθετα αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που έπρεπε να διέπουν την μεταξύ τους σύμβαση, η δε παράβαση τους έδιδε στους Ενάγοντες δικαίωμα άμεσου τερματισμού της σύμβασης»

Εκείνο που πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε είναι ότι οι Ενάγοντες εξασφαλίζοντας σχετικό διάταγμα τροποποίησης από το Δικαστήριο τροποποίησαν την παρά. (22) της Έκθεσης Απαίτησης τους ούτως ώστε να ισχυριστούν παράβαση της συμφωνίας από μέρους των Εναγομένων η οποία συνίστατο στη μη πληρωμή του ποσού των ΛΚ52.000 και ότι στην επίδικη συμφωνία, σε περίπτωση που υπήρχε παράλειψη πληρωμής από τους Εναγόμενους οι Ενάγοντες είχαν δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας. Αυτός ήταν ο ισχυρισμός των Εναγόντων που επετράπη μέσω διατάγματος τροποποίησης να εισαχθεί στο δικόγραφο των Εναγόντων.

Στην Απάντηση που καταχώρησαν στις 4/10/10 επικαλούνται στην παρά.(8) περαιτέρω λόγους που, κατά τον ισχυρισμό τους, δικαιολογούσαν τον άμεσο τερματισμό της επίδικης συμφωνίας. Αυτοί οι λόγοι ήταν η συμπεριφορά των Εναγομένων με τα δυσφημιστικά σχόλια και ψευδείς πληροφορίες που δημοσίευσαν αλλά και τις παράνομες και αντισυνταγματικές ενέργειες των Εναγομένων προβάλλοντας, περαιτέρω, τον ισχυρισμό ότι η συμπεριφορά των Εναγομένων ήταν αντίθετη με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη που έπρεπε να διέπουν τη μεταξύ τους συμφωνία.

Είναι φανερό από το περιεχόμενο των πιο πάνω ισχυρισμών της Απάντησης των Εναγόντων ότι αυτοί δεν συνιστούν απάντηση στα όσα αναφέρονται στην παρά.(20) της Υπεράσπισης των Εναγομένων αλλά αποτελούν νέους ισχυρισμούς επιπρόσθετους σ΄ αυτούς που είχαν συμπεριλάβει στην παρά.(22) μετά την επιτραπείσα τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης. Ούτε μπορεί κανείς να πείσει λέγοντας ότι αυτοί οι ισχυρισμοί στην Απάντηση που συμπεριλαμβάνονται στην παρά. (8) της Απάντησης ήταν επακόλουθο ή συνακόλουθο (consequential) των όσων περιέχονται στην παρά.(20) της Υπεράσπισης.

Η αγγλική νομολογία έχει εξετάσει παρόμοιο με το ζήτημα που εγείρεται πιο πάνω και συγκεκριμένα έχει εξετασθεί το νομικό ζήτημα κατά πόσο όταν δίδεται άδεια στον Ενάγοντα να τροποποιήσει την Έκθεση Απαίτησής του, ο Εναγόμενος είναι ελεύθερος και απεριόριστος στο να τροποποιήσει την Υπεράσπιση του όπως αυτός επιθυμεί. Διευκρινίζω ότι το θέμα που μας απασχολεί στην παρούσα Αίτηση είναι κατά πόσο εκεί όπου έχει μεσολαβήσει η έκδοση διατάγματος τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης υπάρχει η δυνατότητα από πλευράς Ενάγοντα στην Απάντησή του στην Υπεράσπιση που καταχωρείται στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης να προσθέσει ισχυρισμούς οι οποίοι είναι επιπρόσθετοι αυτών που αποτέλεσαν αντικείμενο του διατάγματος τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησής του και που δεν είναι επακόλουθο των όσων περιέχονται στην Υπεράσπιση που καταχώρησε ο Εναγόμενος στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης.

Η έρευνα του Δικαστηρίου δεν έχει αποκαλύψει νομολογία που να καλύπτει επ΄ ακριβώς την υπό εξέταση περίπτωση, όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, υπάρχει αγγλική νομολογία σχετικά με παρεμφερή ζητήματα. Συγκεκριμένα η νομολογία στην οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια εξέτασε το συγκεκριμένο ζήτημα αναφορικά με τη δυνατότητα που παρέχεται στον Εναγόμενο να τροποποιήσει την Υπεράσπισή του που καταχωρεί μετά που μεσολάβησε τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης του Ενάγοντα.

Είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε κάποιες υπαγορεύσεις που αναφέρονται στο Σύγγραμμα Bullen & Leake´s Precedents of Pleading, 11η έκδοση, 1959 (στη σελίδα 64)[11], όπου τονίζεται ότι στην περίπτωση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, τέτοια τροποποίηση δεν δίνει στον Εναγόμενο οποιοδήποτε περαιτέρω χρόνο για να καταχωρήσει την Υπεράσπισή του ή δικαίωμα να τροποποιήσει την Υπεράσπιση που έχει ήδη καταχωρήσει στην απουσία ειδικών όρων στο διάταγμα τροποποίησης. Συνεπώς, συνεχίζει το σχετικό απόσπασμα στο πιο πάνω Σύγγραμμα, όταν υποβάλλεται αίτηση για άδεια τροποποίησης θα πρέπει να λαμβάνεται πρόνοια από το αντίδικο μέρος για επιβολή όρου στο διάταγμα που να δίνει τέτοια άδεια για τροποποίηση του δικού του δικογράφου, αν έχει ήδη καταχωρηθεί, η οποία τροποποίηση καθίσταται αναγκαία ένεκα της τροποποίησης του δικογράφου του αντιδίκου.

Στο πιο πάνω απόσπασμα γίνεται αναφορά και στην υπόθεση Squire v. Squire (1972) 1 All E.R. 891 όπου επισημαίνεται πως στην πράξη οι αυστηρές υπαγορεύσεις που αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα του Bullen & Leake σπάνια ακολουθούνται και είναι σύνηθες και ορθά θεωρείται πως άδεια για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης περιλαμβάνει, χωρίς ρητή αναφορά, και άδεια για κατ΄ ακολουθία τροποποίηση της Υπεράσπισης. Στην υπόθεση Squire (πιο πάνω) αποφασίστηκε πως σε τέτοιες περιπτώσεις η άδεια για τροποποίηση της Υπεράσπισης περιορίζεται στις τροποποιήσεις εκείνες που είναι το επακόλουθο (consequential) των τροποποιήσεων της Έκθεσης Απαίτησης. Δηλαδή επιτρέπονται τροποποιήσεις στην Υπεράσπιση ενός Εναγόμενου οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως συνακόλουθες των τροποποιήσεων που επέφερε ο Ενάγων στο δικό του δικόγραφο αλλά δεν επιτρέπεται ριζική διαφοροποίηση της Υπεράσπισης και προσθήκη νέων ισχυρισμών και νέων υπερασπίσεων. Με πιο απλά λόγια ο περιορισμός έχει την έννοια πως δεν επιτρέπονται τροποποιήσεις της Υπεράσπισης που σχετίζονται με ισχυρισμούς που περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης οι οποίοι δεν επηρεάζονται από την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης.

Είναι άκρως διαφωτιστικό το ακόλουθο απόσπασμα της αγγλικής υπόθεσης Squire (πιο πάνω) όπου δεν έγινε αποδεκτή η εισήγηση ότι οποτεδήποτε επιτρέπεται τροποποίηση από το Δικαστήριο της Έκθεσης Απαίτησης παραχωρείται στον ενάγοντα «carte blanche» να εισάξει οποιαδήποτε τροποποίηση επιθυμεί στην Υπεράσπισή του. Το παραθέτω:

«We turn first to the wider submission. It extends to this: that whatever the amendment allowed by the court to the statement of claim, however slight, the defendant is given carte blanche to introduce any amendment that he chooses, even when, if the defendant had independently applied to make the amendment, he would not have been allowed it, or would only have been allowed it on perhaps stringent terms as to costs including (for example) the payment of all costs up to the date of amendment. We are not prepared to accept that submission.»

Ακόμη θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω σχετικό απόσπασμα στην ίδια απόφαση όπου παρατίθεται και σχολιάζεται το επιχείρημα ότι όταν καταχωρείται τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης αυτό θεωρείται σαν καινούριο δικόγραφο και έτσι ο Εναγόμενος δεν θα έπρεπε να ελέγχεται από το Δικαστήριο σε σχέση με το πώς θα συντάξει το δικό του δικόγραφο και ότι θα πρέπει να είναι ελεύθερος να το συντάξει εκ νέου απαντώντας στην Έκθεση Απαίτησης όπως καταχωρήθηκε στην καινούρια της μορφή. Τέτοιο επιχείρημα, βεβαίως, απορρίφθηκε στην πιο πάνω απόφαση. Η σχετική περικοπή έχει ως εξής:

«For the defendants it was argued that when the amended statement of claim is delivered it is a new and different pleading as a whole, and that the defendant should not be supervised or dictated to by the court in deciding how to plead to this new pleading – how to defend himself. He would be at liberty to plead anew and quite generally. It is not to the amendment that he pleads but to the whole statement of claim in its new form. The defendant, when amendments to the statement of claim are allowed by the court, is not then required to table his proposed amendments for consideration by the court; in practice he simply amends in due time and delivers his amended defence. If his ability to amend is in any way restricted it must result in great inconvenience and proliferation of proceedings, as leading to applications (such as the present) requiring close analysis and decision whether the defendant has overstepped the limits, followed possibly (if he is found to have done so) by a further substantive application by the defendant for leave to amend further to the extent of the excess. ……… ………….»

Στην υπόθεση λοιπόν Squire (πιο πάνω) η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν να αποδεχτεί τα επιχειρήματα του Ενάγοντα καθιερώνοντας την αρχή ότι υπάρχει δυνατότητα τροποποίησης ισχυρισμών που όχι μόνο επηρεάζονται άμεσα αλλά και έμμεσα ή παρεμφερώς από την επελθούσα τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης[12]. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την πιο πάνω αγγλική απόφαση όπου ο Λόρδος Russell στη σελίδα 897 είπε τα εξής:

«In our judgment the arguments advanced by the plaintiff are to be preferred, and the leave to amend the defence in circumstances such as the present is limited to those amendments that are consequential in the sense of the formula above mentioned ..»

Η πιο πάνω προσέγγιση έτυχε επιδοκιμασίας στην δική μας απόφαση στην υπόθεση Williams and Glyn´s Bank plc κ.α. ν. Του Πλοίου «ΜΑΡΙΑ» (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 309[13]. Τονίστηκε συναφώς εκεί ότι το δικαίωμα ενός εναγομένου να κάνει τις απαραίτητες τροποποιήσεις στην αρχική του Υπεράσπιση συνεπεία της τροποποίησης που έγινε στην Έκθεση Απαίτησης περιορίζεται στις τροποποιήσεις που συνεπάγονται και είναι αναγκαίες από τις τροποποιήσεις που έγιναν[14]. Ακόμη ότι αν επιθυμεί ένας εναγόμενος να κάνει περισσότερες τροποποιήσεις από το ό,τι είναι απαραίτητο θα πρέπει να κάνει σχετική αίτηση. Σε περίπτωση δε που ο εναγόμενος στην τροποποιημένη Υπεράσπισή του ξεφεύγει από τα «επιτρεπτά» πλαίσια ο ενάγοντας βλέποντας αυτή την εκτροπή θα πρέπει να κάνει αίτηση για διαγραφή των παραγράφων της Υπεράσπισης που ξέφυγαν από την εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση για τροποποίηση. Αντίθετη προσέγγιση θα πρόσδιδε έρεισμα σε διάδικους να προχωρούν αυτοβούλως σε τροποποιήσεις, που δεν θα ήταν διαφορετικά επιτρεπτές, ή τουλάχιστο χωρίς κόστος, παρόλη τη φιλελεύθερη προσέγγιση της νομολογίας ως προς το θέμα των τροποποιήσεων.

Έχοντας, λοιπόν, αναφερθεί σε όλα τα πιο πάνω, έχω την άποψη ότι κατά παρόμοιο τρόπο θα πρέπει να προσεγγιστεί και το υπό εξέταση ζήτημα που αφορά συγκεκριμένο απόσπασμα της Απάντησης των Εναγόντων. Θεωρώ ότι ένας διάδικος δεν είναι ελεύθερος και απεριόριστος στο να τροποποιεί τα δικόγραφά του όπως αυτός επιθυμεί και ούτε θα πρέπει, μετά που έχει μεσολαβήσει μια τροποποίηση, όπως στην προκειμένη περίπτωση που τροποποιήθηκε η Έκθεση Απαίτησης, στην Απάντηση που καταχωρεί ο Ενάγοντας στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου στην τροποποιηθείσα Έκθεση Απαίτησης να εισάγει ο Ενάγοντας επιπρόσθετους και νέους ισχυρισμούς πέραν των όσων ισχυρισμών του δόθηκε η άδεια να εισάξει στην Έκθεση Απαίτησής του και οι οποίοι ισχυρισμοί δεν είναι το αποτέλεσμα του περιεχομένου της Υπεράσπισης που καταχώρησε ο Εναγόμενος στην τροποποιηθείσα Έκθεση Απαίτησης. Με άλλα λόγια, επιτρέπονται μόνο τροποποιήσεις ή διαφοροποιήσεις σε ένα δικόγραφο που είναι συνακόλουθες (consequential) τροποποιήσεων του δικογράφου του αντιδίκου, δηλαδή τέτοιες που να σχετίζονται με ισχυρισμούς που περιέχονται στο δικόγραφο του αντιδίκου. Εάν ένας διάδικος μπορούσε οποτεδήποτε, ελεύθερα και απεριόριστα, να εισάγει στο δικόγραφό του, σε οποιοδήποτε στάδιο, λόγω του ότι προηγήθηκε κάποια τροποποίηση, νέους και επιπρόσθετους ισχυρισμούς, αυτό θα οδηγούσε σε εκτροπή και θα έδιδε τη δυνατότητα σε διαδίκους να προχωρούν αυτοβούλως σε τροποποιήσεις που δεν θα ήταν διαφορετικά επιτρεπτές ή τουλάχιστον χωρίς κόστος, παρόλη τη φιλελεύθερη προσέγγιση της νομολογίας ως προς το θέμα των τροποποιήσεων.

Ειδικότερα δε, στην υπό εξέταση περίπτωση πρέπει να επισημάνουμε ότι προηγήθηκε αίτηση της πλευράς των Εναγόντων για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησής τους ούτως ώστε να μπορέσουν να εισάξουν σε αυτήν συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Η άδεια που παραχωρήθηκε από το Δικαστήριο που ενέκρινε τη σχετική αίτηση τροποποίησης αφορούσε την εισαγωγή συγκεκριμένων και μόνο ισχυρισμών. Η συμπερίληψη στη συνέχεια στην Απάντηση των Εναγόντων ισχυρισμών επιπρόσθετων αυτών που τους δόθηκε η άδεια να εισάξουν στην Έκθεση Απαίτησής τους, πιστεύω, ότι ξεφεύγει από τα επιτρεπτά όρια και ως τέτοια συνιστά εκτροπή η οποία, συνεπακόλουθα, υπόκειται σε διαγραφή.

Κατ΄ ακολουθία όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι δικαιολογείται η αιτούμενη διαγραφή του αποσπάσματος στην παρά. (8) της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 4/10/10 που εξειδικεύεται στην παράγραφο (Δ) της παρούσας Αίτησης.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Α) της Αίτησης

Σ΄ ό,τι αφορά τη θεραπεία υπό στοιχείο (Α) το μόνο που αναφέρεται προς υποστήριξή της είναι ότι η «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» ημερομηνίας 12/1/2009 είναι ουσιωδώς διαφορετική από αυτή που καταχωρήθηκε στις 8/2/2007 και ότι οι αλλαγές που υπάρχουν δεν έχουν καμία σχέση με τις αλλαγές που έγιναν εκ μέρους των Εναγομένων στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στην Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης.

Για το ζήτημα αυτό θα ήθελα πρώτον να επισημάνω ότι πέραν των πιο πάνω γενικών αναφορών που καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση και επαναλήφθηκαν στα πλαίσια της αγόρευσης του κ. Μυλωνά δεν έχουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο συγκεκριμενοποιηθεί και εξειδικευθεί οι διαφορές που, κατά την εισήγηση των Αιτητών/Εναγομένων, παρουσιάζονται μεταξύ των δικογράφων σε συνδυασμό με τις τροποποιήσεις που μεσολάβησαν ούτως ώστε αυτές να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά συγκεκριμένο τρόπο. Έπειτα, η «ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ» ημερομηνίας 12/1/2009 έχει ήδη ξεπερασθεί με μεταγενέστερο δικόγραφο από πλευράς των Εναγόντων ημερομηνίας 4/10/2010 και δεν είχε, σ΄ οποιοδήποτε προγενέστερο στάδιο, επιδιωχθεί από πλευράς των Εναγομένων η διαγραφή του δικογράφου ημερομηνίας 12/1/2009.

Κατ΄ ακολουθία όλων των πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση της επιζητούμενης θεραπείας υπό στοιχείο (Α) της Αίτησης.

Θεραπεία υπό στοιχείο (Γ) της Αίτησης

Όσον αφορά τη θεραπεία υπό στοιχείο (Γ), ενόψει και της γενικότητας που τη χαρακτηρίζει, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, όταν αναφερθήκαμε στη θεραπεία υπό στοιχείο (Α), αλλά και της κατάληξης του Δικαστηρίου στη θεραπεία υπό στοιχείο (Δ), η οποία μάλιστα επιζητείται διαζευκτικά της θεραπείας υπό στοιχείο (Γ), θεωρώ ότι αυτή δεν δικαιολογείται να εγκριθεί.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Υπό το φως όλων όσων έχω πιο πάνω προσπαθήσει να εξηγήσω η παρούσα Αίτηση επιτυγχάνει μερικώς.

Συγκεκριμένα, εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος (Δ) της Αίτησης, ενώ σε σχέση με τις υπόλοιπες παραγράφους η Αίτηση απορρίπτεται.

Ενόψει της μερικής επιτυχίας των Αιτητών/Εναγομένων στην παρούσα Αίτηση, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται κατά το ήμισυ αυτών εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση/Εναγόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, να καταβληθούν δε, μετά το πέρας της αγωγής.

(Υπ.) …………………..
Λ. Δημητριάδου – Ανδρέου, ΑΕΔ

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής
[1] “The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, order to be struck out or amended any matter in any indorsement or pleading which may be unnecessary or scandalous or which may tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action.”
[2] “Every pleading shall contain, and contain only, a statement in a summary form of the material facts on which the party pleading relies for his claim or defence, as the case may be, but not the evidence by which they are to be proved, ………….”
[3] Δέστε Att. Gen. of Duchy of Lancaster v. London and North Western Ry (1892) 3 Ch. 274 και Wenlock v. Moloney (1965) 1 WLR 1238.
[4] Δέστε Mavromoustaki v. Yeroudis (1965) 1 C.L.R. 176,184.
[5] Δέστε, επίσης, Best v. Charter Medical of England Limited and another (2001) EWCA Civ.1588.
[6] Όπως λέχθηκε στην Ηarris v. Warre (1879) 4 CPD 125: “In a libel the words used are the `material facts` and the words used here may not have amounted to any such charge”.
[7] Όπως λέχθηκε στην Ηarris v. Warre (1879) 4 CPD 125: “It would be very inconvenient if a plaintiff might allege that, according to his construction, a certain letter was a libel, without giving the court an opportunity of judging whether it was so or not.”
[8] Δέστε, επίσης, Βullen and Leake “Precedents of Pleadings”, 16η έκδοση, τόμος 1, σελ.584, παρά.30-06.
[9] Δέστε, επίσης, Βullen and Leake “Precedents of Pleadings”, 16η έκδοση, τόμος 1, σελ.551, παρά. 29-14, 29-15, 29-16 και 29-17.

[10] Μάλιστα στο ίδιο Σύγγραμμα στις σελίδες 570-571 παρά. 29-G7 παρατίθεται παράδειγμα δικογράφου στο οποίο υπάρχει αξίωση για δυσφημιστικό δημοσίευμα που έγινε σε ξένη γλώσσα. Στο εν λόγω παράδειγμα στην παρά. (3) αναφέρεται ότι πρέπει να παρατεθούν οι δυσφημιστικές αναφορές/λέξεις verbatim στην ξένη γλώσσα και στην επόμενη παρά. (4) να παρατεθεί η μετάφραση των εν λόγω αναφορών/λέξεων στα αγγλικά («literal translation»).
[11] «Where the statement of claim is amended under an order giving leave to amend, such amendment does not, in the absence of special terms in the order, give the defendant any additional time for pleading his defence or entitle him to amend a defence already delivered. Accordingly, where an application is made for leave to amend, care should be taken by the opposite party to have it imposed as a term of the order, if any, giving such leave that any alteration or amendment of his own pleadings (if any) already delivered which may be necessitated by the amendment of the opponent’s pleading may be made by him, otherwise a summons for leave to make such amendment or alterations may be necessary.»
[12] Πολύ διαφωτιστικό είναι το ακόλουθο μέρος της υπόθεσης Squire (πιο πάνω) όπου συνοψίζεται το σκεπτικό της απόφασης. Το παραθέτω:
«Held – (i) When after the close of pleadings a plaintiff had been given leave to amend his statement of claim, it did not follow that the defendant had power without leave to make any amendment he chose to the defence; in such circumstances the defendant was only entitled to amend the defence without special leave by introducing consequential amendments ..»
[13] «Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το εναγόμενο πλοίο προέβηκε στην τροποποίηση χωρίς άδεια. Η τροποποίηση η οποία έγινε στην Υπεράσπιση έγινε σαν συνέπεια αίτησης των εναγόντων για τροποποίηση της Αναφοράς, την οποία αποδέχθηκε το εναγόμενο πλοίο στις 18.9.86. Η τροποποίηση έγινε για να αντικατασταθεί η ενάγουσα Τράπεζα Williams and Glyn´s Bank plc με την Royal Bank of Scotland plc, στην οποία μεταβιβάστηκαν δια νόμου όλα τα δικαιώματα. Η θέση των εναγόντων είναι ότι ενώ αναγνωρίζουν στο εναγόμενο πλοίο το δικαίωμα να κάνει τις απαραίτητες τροποποιήσεις, στην αρχική του Υπεράσπιση, συνεπεία της δικής τους τροποποίησης, αναφέρουν ότι αυτό το δικαίωμα περιορίζεται στις τροποποιήσεις που συνεπάγονται ή είναι αναγκαίες από τις τροποποιήσεις που έγιναν. Υποστήριξη στη θέση αυτή βρίσκουν στα λόγια του Λόρδου Russell στην υπόθεση Squire v. Squire (1972) 1 All E.R. σελ. 891, στη σελίδα 897, όπου είπε:
“In our judgment the arguments advanced by the plaintiff are to be preferred, and the leave to amend the defence in circumstances such as the present is limited to those amendments that are consequential in the sense of the formula above mentioned ..”
Συμφωνώ ότι πράγματι το εναγόμενο πλοίο στην τροποποιημένη Υπεράσπιση του ξέφυγε από τα «επιτρεπτά» πλαίσια. Εάν επιθυμούσε να έκανε περισσότερες τροποποιήσεις από ότι ήταν απαραίτητο, θα έπρεπε να είχε κάνει σχετική αίτηση. Όμως το θέμα είναι τι έπρεπε να έκαναν οι ενάγοντες βλέποντας αυτή την εκτροπή. Σίγουρα θα έπρεπε να έκαναν αίτηση για διαγραφή των παραγράφων της Υπεράσπισης που ξέφυγαν από την εξυπακουόμενη εξουσιοδότηση για τροποποίηση.»
[14] Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Williams & Glyn´s Bank plc (πιο πάνω) στις σελίδες 336 – 337:
«.. η τροποποίηση γίνεται με βάση αρχική διαταγή που αφορά άλλο δικόγραφο, στην οποία θεωρείται ότι ενσωματώνεται και συνυπάρχει η συμφυής ή εξυπακουόμενη δικαστική εξουσιοδότηση στην άλλη πλευρά να τροποποιήσει και αυτή τα δικόγραφα τα οποία ήδη καταχώρισε σε απάντηση των νέων ισχυρισμών και μόνο. Αυτή η «εξουσιοδότηση» που θεωρείται ότι υπάρχει σε κάθε τέτοιο διάταγμα, έστω και εάν ουσιαστικά στην πρακτική ποτέ δεν αναφέρεται, δεν είναι προκαθορισμένη ρητά, αλλά είναι τελικά θέμα γεγονότων εάν κάποιος την υπερέβη ή όχι και σε ποιο βαθμό.»
Source

My false arrest in Cyprus: 18-02-2011

Τ Η Λ Ε Ο Μ Ο Ι Ο Τ Υ Π Ο
ΗΜΕΡ.: 18 Φεβρουαρίου 2011

ΑΠΟ: ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & ΜΥΛΩΝΑΣ

ΦΑΞ: 22778444

ΠΡΟΣ: ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΟΝ ΠΕΤΡΟ ΚΛΗΡΙΔΗ
Προσοχή κα Πολίνα Ευθυβούλου

ΦΑΞ: 22665080

ΑΡ. ΣΕΛΙΔΩΝ: (Συμπεριλαμβανομένης και αυτής) 3

Αγαπητέ συνάδελφε,

ΘΕΜΑ: CORNELIUS O’DWYER

Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και περαιτέρω τηλεφωνικής μας επικοινωνίας σε ενημερώνω και γραπτώς τα πιο κάτω:

Μετά λύπης μου αναγκάζομε να καταγγείλω ένα περιστατικό που δεν τιμά την χώρα μας, σε σχέση με τον πελάτη μου κον Conrelius O’Dwyer και την συμπεριφορά των αστυνομικών με αρ.963, 2961, 5270 και 273 καθώς επίσης και άλλων αστυνομικών που συμμετείχαν στο πιο πάνω περιστατικό, τα στοιχεία των οποίων δεν έχω τώρα στην κατοχή μου.

Ο πελάτης μου μετά την απόφαση σας να αναστείλετε την ποινική δίωξη εναντίον του στην υπόθεση του Δικαστηρίου Παραλιμνίου με αριθμό 793/2010, έμεινε απόλυτος ικανοποιημένος με την Κυπριακή Δημοκρατία και αποφάσισε να επικεντρώσει τις διαμαρτυρίες του εναντίον της Εταιρείας από την οποία αγόρασε το σπίτι του και αυτών που καταδικάστηκαν για τον ξυλοδαρμό του, δηλαδή τους κ.κ. Μάριο και Χριστόφορο Καραγιαννά.

Χτες διεξάχθηκε ειρηνική διαμαρτυρία έξω από το γραφείο της Εταιρείας Καραγιαννάς, μετά που ενημερώθηκε σχετικά το Αρχηγείο Αστυνομίας και ο Αστυνομικός Διευθυντής της περιοχής και το θέμα καλύφθηκε από τον γνωστό σταθμό ITV. (Επισυνάπτω σχετική επιστολή που έχει σταλεί στο Αρχηγείο). Κατά την διάρκεια της διαμαρτυρίας μια ομάδα αστυνομικών προσήλθε στον χώρο και προσπάθησε να μετακινήσει τον πελάτη μου, χωρίς επιτυχία.

Η συμπεριφορά των αστυνομικών σύμφωνα με τους παρευρισκομένους, δεν ήταν πρέπουσα και όλα είχαν βιντεογραφηθεί από τον εν λόγω σταθμό.

Σημειώστε ότι ο πελάτης μου απλά στεκόταν με την σύζυγο του με ένα πανό που έγγραφε πάνω “Karayiannas are criminals”, τίποτα άλλο δεν έκανε.

Οι αστυνομικοί του είπαν ότι διαπράττει αδίκημα χωρίς να τον ενημερώσουν για ποιο αδίκημα μιλούν. Αυτός τους ανέφερε ότι οι Καραγιαννάδες είναι πράγματι εγκληματίες επειδή καταδικάστηκαν από το Δικαστήριο για τον ξυλοδαρμό του, αλλά οι αστυνομικοί επέμεναν ότι οι Καραγιαννάδες δεν είχαν καταδικαστεί.

Σήμερα όταν πήγε στο Δικαστήριο Παραλιμνίου με την σύζυγο του, για να ανασταλεί η υπόθεση με αρ.793/2010 μαζεύτηκαν αρκετοί αστυνομικοί, οι οποίοι τον απόκλεισαν από το να φύγει από τον χώρο του Δικαστηρίου, δεν τον παρουσίασαν ένταλμα σύλληψης και όταν προσπάθησε να βγει από το κτήριο, ενώ μου μιλούσε στο τηλέφωνο, άρχισαν να του φωνάζουν, να τον σπρώχνουν και τον έβαλαν στο κελί, χωρίς να τον πληροφορήσουν για λόγους που του στέρησαν την ελευθερία του.

Όταν μίλησα με τον αστυνομικό 963 πριν τον οδηγήσαν στο κελί, μου είπε ότι δεν είχαν εκείνη την ώρα ένταλμα σύλληψης, αλλά τον κρατούν μέχρι να εκδώσουν το ένταλμα.

Είναι λυπηρό ένας ξένος που ήρθε στην χώρα μας για να επενδύσει και του οποίου κατακράτησαν τα λεφτά χωρίς να του δώσουν το σπίτι που αγόρασε, τον κτύπησαν δύο φορές να δέχεται τέτοιου είδους αντιμετώπιση από τους αστυνομικούς της περιοχής στο Παραλίμνι.

Σημείωστε ότι όταν έκανε ανάλογη διαμαρτυρία 2 φορές έξω από το Προεδρικό Μέγαρο, η συμπεριφορά των αστυνομικών ήταν άψογη, κάτι που αναγνώρισε ο πελάτης μου και είχε και σχετική δήλωση στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.

Με συναδελφικούς χαιρετισμούς,
Γιάννος Γ. Γεωργιάδης
Δικηγόρος & Νομικός Σύμβουλος

Κοινοποίηση:
1. Αρχηγείο Αστυνομίας, Φαξ 22808598, Λευκωσία
2. Βρεττανική Ύπατη Αρμοστεία, Φαξ 22861125, Λευκωσία

Yiannos Georgiades of Georgiades & Associates
my Lawyer Yiannos Georgiades of Georgiades & Associates

State drops criminal case against Conor O’Dwyer

ATTORNEY General, Petros Clerides, has decided to stay criminal proceedings against Conor O’Dwyer. In a three line letter to Yiannos G. Georgiades, Conor O’Dwyer’s lawyer, Clerides said simply:

“I refer to the above case (793/2010) and inform you that I have decided to suspend the prosecution against your client Cornelius Desmond O’Dwyer.”

The case against Conor O’Dwyer was filed by the Paralimni Police Chief last October and was in connection with him uploading material to the Internet relating to his dispute with property developer Christoforos Karayiannas & Son Ltd. The case raised significant issues concerning freedom of speech online in Cyprus.

Conor and his wife Michaela are currently in Cyprus filming with a crew from the national ITV network for their prime-time series “Homes From Hell” due to be transmitted later this year.

By: Nigel Howarth Published: Monday 14th February 2011
To see comments from British expats read this article in the Cyprus Property News
Copyright © Cyprus Property News

Second Assault: Case 4155/2008: Date 27-10-2010

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
(ΠΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΕΙ ΣΤΟ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙ)
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ε. Γεωργίου – Αντωνίου, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 4155/08

Α Σ Τ Υ Ν Ο Μ Ι Α,

ν.

1. Μάριος Καραγιαννάς,
2. Χριστόφορος Καραγιαννάς,
3. Χαράλαμπος Ττίγγης,

Κατηγορούμενοι

Ημερομηνία: 27 Οκτωβρίου, 2010

Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Θ. Παπανικολάου
Για τους Κατηγορούμενους: κ. Ε. Φλουρέντζος μαζί με κ. Βασιλακά
Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 παρόντες

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 αντιμετωπίζουν δυο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά το αδίκημα της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης και η δεύτερη αφορά την πρόκληση κακόβουλης βλάβης.

Συγκεκριμένα, κατηγορούνται ότι στις 14/01/2008, στο Φρέναρος της επαρχίας Αμμοχώστου, προκάλεσαν βαρεία σωματική βλάβη στον Cornelius Desmond O´Dwyer από την Αγγλία καθώς επίσης και ότι παράνομα προξένησαν ζημιά στη μικροκάμερα και το κινητό του τηλέφωνο, συνολικής αξίας €1.050-.

Προς υποστήριξη της υπόθεσής της, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε εννέα (9) μάρτυρες. Πρώτος έδωσε μαρτυρία ο Παραπονούμενος (Μ.Κ.1), ο οποίος κατέθεσε την πρώτη από τις τέσσερις καταθέσεις του ως Τεκμήριο 1 και υιοθέτησε το περιεχόμενό της. Στην πολυσέλιδη κατάθεσή του αναφέρει ότι έφτασε στην Κύπρο στις 13/01/2008 και ζήτησε από τον φίλο του Martin Mott να τον συνοδεύσει στο χωριό Φρέναρος στις 14/01/2008, λόγω του ότι θα πήγαινε για να φωτογραφίσει το σπίτι του, ενόψει της δικαστικής διαδικασίας που υπήρχε σε εξέλιξη με τους εργολάβους. Ζήτησε από τον φίλο του να τον κινηματογραφήσει, ενώ αυτός φωτογράφιζε, για να έχει αποδεικτικά στοιχεία ότι δεν έκαμνε οτιδήποτε παράνομο. Μετέβηκαν στο Φρέναρος την επόμενη μέρα με διαφορετικά αυτοκίνητα και όταν έφθασαν στον προορισμό τους, ο Martin Mott έμεινε σε απόσταση και τον κινηματογραφούσε. Ενώ έβγαζε φωτογραφίες του σπιτιού του, μια κυρία βγήκε από το σπίτι του μιλώντας στο κινητό της τηλέφωνο. Του ζήτησε εξηγήσεις, γιατί φωτογράφιζε το σπίτι της χωρίς την άδειά της και της εξήγησε ότι το φωτογράφιζε για να έχει στοιχεία στο Δικαστήριο και ότι αυτή θα έπρεπε να του είχε ζητήσει την άδεια για να ζει στο σπίτι του. Ο ίδιος παρέμεινε στο μέρος και έκανε μετρήσεις στο πεζοδρόμιο, όταν ξαφνικά ο Martin Mott του τηλεφώνησε, ζητώντας του να γυρίσει προς το μέρος που ήταν σταθμευμένος, απέναντι από το σπίτι σε κάτι χωράφια. Διαπίστωσε ότι ο Martin Mott είχε μπλοκαριστεί από ένα διπλοκάμπινο αυτοκίνητο. Ο ίδιος ξεκίνησε για να πάει προς το μέρος του κατευθυνόμενος προς το χωριό Φρέναρος, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να φθάσει εκεί που ήταν ο φίλος του. Ενώ βρισκόταν στο μέσο του χωριού Φρέναρος, εκεί που βρίσκονται τα καφενεία, είδε ένα διπλοκάμπινο αυτοκίνητο να έρχεται κατευθείαν πάνω του. Οδηγείτο από τον Μάριο Καραγιαννά. Στο συγκεκριμένο αυτοκίνητο, το οποίο συγκρούστηκε με το δικό του, υπήρχε και συνοδηγός. Φορούσε, ο ίδιος, στο πουκάμισό του μια μικροκάμερα η οποία κινηματογραφούσε συνεχώς. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο την ίδια ώρα που κατέβηκε ο Μάριος Καραγιαννάς και ο συνεπιβάτης του. Ενώ έλεγε του Μάριου Καραγιαννά να συμπεριφερθεί κόσμια, αυτός τον κτύπησε στο πρόσωπο και άρχισε να αιμορραγεί. Φώναζε για βοήθεια και στη συνέχεια πήγε να καθίσει στα σκαλιά του καφενείου. Εκεί υπήρχε κόσμος, από τον οποίο ο ίδιος ζήτησε να κληθεί η Αστυνομία. Απ’ ότι θυμόταν, ο Μάριος Καραγιαννάς στεκόταν δίπλα του μιλώντας στο κινητό του τηλέφωνο. Είδε επίσης τον Χριστόφορο Καραγιαννά, πατέρα του Μάριου, να τον πλησιάζει πολύ θυμωμένος. Του φώναζε κάτι στα ελληνικά και στη συνέχεια μιλούσε με τον Μάριο και ο ίδιος μπόρεσε να ξεχωρίσει τη λέξη «κάμερα». Αντιλήφθηκε, ήταν η θέση του, ότι είχαν δει τη μικροκάμερα πάνω στο πουκάμισό του, κάτω από το σακάκι του και τότε ο ίδιος πήρε τη κάμερα στα χέρια του και την κρατούσε σφικτά. Έτρεξε μακριά, μερικά μέτρα, όπου στη συνέχεια τον έφθασαν και τον έριξαν στο έδαφος. Ενώ βρισκόταν στο έδαφος κρατώντας την κάμερα μέσα στα χέρια του, ο Χριστόφορος Καραγιαννάς τον πάτησε στο πρόσωπο, ενώ ο Μάριος τον κλοτσούσε στο κορμί του, προσπαθώντας να του αποσπάσουν την κάμερα. Το τρίτο άτομο προσπαθούσε να του αρπάξει την κάμερα και τελικά τα κατάφερε. Φώναζε και τα ρούχα του είχαν σκιστεί. Στο μεταξύ, έφθασε στο μέρος ένας αστυνομικός, στον οποίο ο ίδιος υπέδειξε αυτούς που του είχαν επιτεθεί και του ανέφερε για την κλεμμένη μικροκάμερα. Είχε δει το τρίτο άτομο που του είχε κλέψει τη μικροκάμερα να απομακρύνεται με αυτή και να επιστρέφει χωρίς την κάμερα. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε με το ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο. Ενώ τον έβαζαν στο ασθενοφόρο, ο ίδιος πήρε τη φωτογραφική του μηχανή και έβγαλε φωτογραφίες των ανθρώπων που βρίσκονταν στη σκηνή του δυστυχήματος και τότε ο Μάριος Καραγιαννάς προσπάθησε να του επιτεθεί ξανά και τον σταμάτησε ο αστυφύλακας. Ο ίδιος είχε παράπονο εναντίον του Μάριου και του Χριστόφορου Καραγιαννά καθώς και του τρίτου προσώπου που του επιτέθηκαν.

Ενώπιον του Δικαστηρίου αναγνώρισε τον Μάριο Καραγιαννά στο πρόσωπο του Κατηγορούμενου 1, ενώ υπέδειξε τον Κατηγορούμενο 3 ως το άγνωστο πρόσωπο που προσπαθούσε να του πάρει την κάμερα. Ήταν η θέση του, ότι ο Μάριος Καραγιαννάς είχε κυνηγήσει το δικό του αυτοκίνητο, ένα μικρό ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο. Μετά τη σύγκρουση, ο Μάριος Καραγιαννάς είχε πεταχτεί, ήταν ο ισχυρισμός του, πάνω από το σημείο επαφής των δύο αυτοκινήτων και λόγω του ότι ο ίδιος δεν ήξερε πώς να κλειδώσει τις πόρτες του δικού του αυτοκινήτου, επέλεξε να βγει απ’ αυτό. Ένιωσε ότι θα του επιτίθετο ο Μάριος Καραγιαννάς λόγω του ότι φώναζε όταν βγήκε από το αυτοκίνητό του, όπως είχε συμβεί και παλαιότερα το 2006, γι’ αυτό του είπε να συμπεριφερθεί καλά.

Ο Παραπονούμενος αναγνώρισε και τη δεύτερη κατάθεσή του και αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2. Σε αυτή καταγράφεται η επιθυμία του να παραδώσει τα ρούχα που φορούσε κατά το συμβάν, στην Αστυνομία. Αναγνώρισε το πουκάμισο και το μπουφάν που φορούσε και αυτά κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 3 και 4.

Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 5 η τρίτη κατάθεσή του, ημερ.17/01/2008. Είχε αναγνωρίσει τη βιντεοκάμερα που του υπέδειξε ο Αστυφ.1192, ως αυτή που του είχε κλέψει το τρίτο άτομο και ανέφερε ότι η κάρτα μνήμης της έλειπε. Αναγνώρισε αυτή τούτη τη βιντεοκάμερα, εντός του Δικαστηρίου, από την οποία έλειπε η κάρτα μνήμης και αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6.

Αναγνώρισε και κατέθεσε την τέταρτη κατάθεσή του, ημερ.23/01/2008, ως Τεκμήριο 7. Σε αυτήν καταγράφεται η παράδοση τεσσάρων D.V.D., ενός ψηφιακού δίσκου και δύο βιντεοκασετών που σχετίζονταν με το επεισόδιο. Επίσης, αναφέρεται ο Παραπονούμενος στην απώλεια του κινητού του τηλεφώνου με την κάρτα μνήμης, αξίας STG200. Κατά την άποψή του, ο Μάριος Καραγιαννάς το είχε αρπάξει από τα χέρια του την ημέρα του επεισοδίου και ο ίδιος δεν γνώριζε πού βρισκόταν.

Εξήγησε ότι οι δύο βιντεοκασέτες καταγράφουν τα γεγονότα που έγιναν τη συγκεκριμένη μέρα και πως ο Χριστόφορος Καραγιαννάς παρεμπόδιζε το αυτοκίνητο του φίλου του, του Martin Mott. Είχαν βιντεογραφηθεί από την ψηφιακή κάμερα. Κατατέθηκαν πέντε ψηφιακοί δίσκοι και δυο βιντεοκασέτες ως Τεκμήριο 8, με τη διευκρίνιση ότι δεν γίνονται αποδεχτά ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους ή την αυθεντικότητά τους.

Ερωτηθείς, ανέφερε ότι αυτός που κατάγραφε τα γεγονότα χρησιμοποιώντας τη βιντεοκάμερα ήταν ο φίλος του ο Martin Mott, ο οποίος του επέστρεψε την κάμερα, ενώ ο ίδιος βρισκόταν και νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο. Ο ίδιος μετέφερε το περιεχόμενο της μικρής βιντεοκασέτας και την αντίγραψε στο δικό του φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ήταν η θέση του ότι είναι πολύ εύκολο να μεταφέρεις μια εικόνα από ένα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή σε άλλο. Εξήγησε ότι χρησιμοποιώντας την κάρτα αποθήκευσης (memory stick), αποθήκευσε τις πληροφορίες και τις αναπαρήγε στον άλλο φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή. Κατά τη δική του άποψη και οι δύο ηλεκτρονικοί υπολογιστές εργάζονταν κανονικά, χωρίς οποιαδήποτε λειτουργικά προβλήματα.

Σ’ αυτό το στάδιο, ζητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή όπως προβληθεί το περιεχόμενο των βιντεοκασετών όπως μεταφέρθηκε από τον ίδιο τον Παραπονούμενο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, χρησιμοποιώντας τις πληροφορίες που βρίσκονταν αποθηκευμένες στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε, για τους λόγους που καταγράφονται στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου.

Στο Δικαστήριο έγιναν ρυθμίσεις και προβλήθηκε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8, οι δύο ψηφιακοί δίσκοι, που κατά τον ισχυρισμό του Παραπονούμενου, είχαν αποτυπώσει το επεισόδιο. Εξήγησε ο Παραπονούμενος σ’ αυτό το στάδιο, ότι υπήρχαν δύο κάμερες, μια ψηφιακή και μια αναλογική, οι οποίες κινηματογραφούσαν. Η ψηφιακή κάμερα βρισκόταν στο καπέλο του Martin Mott, για να μπορεί να κινηματογραφεί οποιαδήποτε ποινικά αδικήματα, τα οποία θα διαπράττονταν εναντίον του. Ενώ προβαλλόταν το Τεκμήριο 8, ο ίδιος επεξηγούσε τι είχε συμβεί. Υπέδειξε το σημείο που χτυπήθηκε το αυτοκίνητό του από τον Μάριο Καραγιαννά, χωρίς η σύγκρουση να φαίνεται στον ψηφιακό δίσκο, καθώς και το σημείο που είχε υποστεί την επίθεση. Ήταν η θέση του, ότι ο Χριστόφορος Καραγιαννάς τον ποδοπάτησε στο κεφάλι, ενώ ο Μάριος Καραγιαννάς τον χτυπούσε στα νεφρά, μέχρι που παράτησε την κάμερα που κρατούσε. Το τρίτο άτομο τον κρατούσε, ενώ οι άλλοι δύο τον χτυπούσαν.

Αναγνώρισε εντός του Δικαστηρίου δύο φωτογραφίες, τη μία από τις οποίες την είχε βγάλει ο ίδιος πριν μπει στο ασθενοφόρο και κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 9 και 10. Τη φωτογραφία, Τεκμήριο 10, η οποία κατατέθηκε με επιφύλαξη από πλευράς της Υπεράσπισης για την αλήθεια του περιεχομένου της, είχε ληφθεί από ένα ζευγάρι συνταξιούχων, οι οποίοι στη συνέχεια του την παρέδωσαν.

Κατέθεσε επίσης, ως Τεκμήριο 11, την κατάθεσή του ημερ.26/01/2008, στην οποία είχε αναγνωρίσει τον κ. Ττίγγη ως το τρίτο άτομο που τον είχε χτυπήσει. Του υποδείχθηκε βιβλιάριο φωτογραφιών, τις οποίες και αναγνώρισε ως να αποτυπώνουν τη σκηνή του δυστυχήματος και στη συνέχεια το κατέθεσε ως Τεκμήριο 12. Στο Τεκμήριο 12, στη φωτογραφία 7, αναγνώρισε το διπλοκάμπινο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μάριος Καραγιαννάς και υπέδειξε το σημείο από το οποίο είχε πηδήξει για να φτάσει κοντά του πιο γρήγορα. Ενώ στη φωτογραφία 8 του Τεκμηρίου 12, αναγνώρισε το σκαλί στο οποίο κάθισε μετά που ο Μάριος Καραγιαννάς τον είχε χτυπήσει στο πρόσωπο. Εκεί, ήταν ο ισχυρισμός του, είχε βάλει ο Κατηγορούμενος 3 το χέρι του στον ώμο του, για να τον αποτρέψει από του να μετακινηθεί προς το αυτοκίνητό του. Είδε, ενώ καθόταν εκεί, για πρώτη φορά τον Χριστόφορο Καραγιαννά να κατευθύνεται προς το μέρος του, να πετά το πούρο του και στη συνέχεια να βάζει το χέρι του στο πρόσωπό του.
Στις φωτογραφίες 10-14 του Τεκμηρίου 12, αναγνώρισε σταγόνες αίματος από τη μύτη του και ισχυρίστηκε ότι είχε χάσει πολύ αίμα καθώς επίσης το δικό του αυτοκίνητο.

Κατέληξε ότι είχε υποστεί τα σοβαρά χτυπήματα μετά που τον έβαλαν στο έδαφος και ο Μάριος Καραγιαννάς τον κλωτσούσε στα νεφρά, ενώ ο Χριστόφορος Καραγιαννάς τον χτυπούσε και τον κλωτσούσε με όλο το βάρος της μπότας του. Ο τρίτος Κατηγορούμενος τον κρατούσε στο έδαφος για να μπορέσουν οι άλλοι δύο να του αποσπάσουν την ψηφιακή κάμερα. Ο ίδιος φώναζε, γιατί νόμιζε ότι θα πέθαινε. Τελικά, αποδέσμευσε την κάμερα, σηκώθηκε από το έδαφος και προσπάθησε να φθάσει στο κέντρο του χωριού, στη διασταύρωση, για να ζητήσει βοήθεια. Τότε, έφθασε στο χώρο ένας αστυνομικός και του ανάφερε ότι ο Μάριος Καραγιαννάς κρατούσε την κάμερά του και τον παρακαλούσε να πάρει τα στοιχεία. Είδε τον Μάριο Καραγιαννά να βγάζει την κάρτα μνήμης από την κάμερα και να τη δίνει στον Κατηγορούμενο 3. Όταν έφθασε το ασθενοφόρο, ο ίδιος δεν ήταν διατεθειμένος να φύγει από το χώρο χωρίς τα αποδεικτικά στοιχεία, ήταν ο ισχυρισμός του, γι’ αυτό και έβγαλε άλλη κάμερα από το αυτοκίνητο και φωτογράφισε τη σκηνή. Όταν τον είδαν οι Καραγιαννάδες, άρχισαν να μαλώνουν με τους αστυνομικούς για να του πάρουν την κάμερα. Ο ίδιος τότε έβγαλε την κάρτα μνήμης από την κάμερα και την παρέδωσε χωρίς την κάρτα μνήμης στην Αστυνομία.

Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Παραλιμνίου και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Λάρνακας για περαιτέρω εξετάσεις.

Τέλος, του υποδείχθηκαν άλλα δύο σετ φωτογραφιών, τα οποία αναγνώρισε και κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 13 και 14. Στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13 αναγνώρισε την ψηφιακή μηχανή που του είχαν πάρει οι Κατηγορούμενοι, ενώ στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14 αναγνώρισε τον εαυτό του στο νοσοκομείο.
Αντεξεταζόμενος, παραδέχθηκε ότι η ιστοσελίδα www.lyingbuilders.com ανήκει στον ίδιο. Εξήγησε ότι το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ιστοσελίδας αφορά τη δική του εμπειρία, καθώς και της οικογένειάς του, όσο αφορά την αγορά ακίνητου στην Κύπρο. Παραδέχθηκε ότι η συγκεκριμένη ιστοσελίδα ενεργοποιήθηκε το 2006, μια βδομάδα πριν την, κατά τον δικό του ισχυρισμό, επίθεση. Μετά την επίθεση του 2006, η συγκεκριμένη ιστοσελίδα, ήταν η θέση του, αφαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε με μια δήλωση που αφορούσε το τι θα έπρεπε να προσέχουν οι υποψήφιοι αγοραστές περιουσίας στην Κύπρο, δηλαδή την παραπληροφόρηση. Αντικαταστάθηκε ξανά τον Φεβρουάριο 2007, όταν έμαθε ότι η περιουσία του είχε πωληθεί γιατί κατά τους εργολάβους δεν τιμούσε τις πληρωμές. Ένιωθε να όφειλε να πει την ιστορία του στο διαδίκτυο για να αποτρέψει άλλους από το να κάνουν τα ίδια λάθη.

Ήταν η θέση του ότι η συγκεκριμένη ιστοσελίδα ενεργοποιήθηκε στην Αγγλία, πριν έρθει ο ίδιος στην Κύπρο, το 2006. Αρνήθηκε την υποβολή ότι ο ίδιος είχε δώσει περιθώριο μέχρι η ώρα 10:00 το πρωί της 07/03/2006 για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του, αλλιώς θα ενεργοποιούσε την ιστοσελίδα και ισχυρίστηκε ότι στη συγκεκριμένη συνάντηση είχε αναφέρει στον Μάριο Καραγιαννά, τον πατέρα του και μια κοπέλα, ότι δεν ήθελε ν’ ακούσει οτιδήποτε μέχρι το επόμενο πρωί και ότι θα μιλούσε με άλλους αγοραστές για τη δική τους εμπειρία.

Του υποδείχθηκε μια κάρτα, την οποία παραδέχθηκε ότι είχε ετοιμάσει ο ίδιος. Η συγκεκριμένη κάρτα κατατέθηκε ως Τεκμήριο 18. Του υποδείχθηκε επίσης αντίγραφο του περιεχομένου της ιστοσελίδας του, που είχε τυπωθεί και αναγνώρισε ότι περιείχε, σε γενικές γραμμές, το περιεχόμενο της δικής του ιστοσελίδας. Για να αναφέρει στη συνέχεια ότι το συγκεκριμένο κείμενο ήταν αυτό που υπήρχε στην ιστοσελίδα του το 2007. Διευκρίνισε ότι καταγράφτηκε το περιεχόμενο σε μια εποχή που ο Μάριος Καραγιαννάς ήταν απειλητικός και επικίνδυνος. Το συγκεκριμένο φωτοαντίγραφο που του επιδείχθηκε κατατέθηκε ως Τεκμήριο 19. Ήταν η θέση του ότι είχαν δημοσιευθεί όλα αυτά από τον ίδιο, σε μια προσπάθεια να αποτραπεί ή να εξακριβωθεί ένα έγκλημα.

Ήταν περαιτέρω ο ισχυρισμός του, σε ερώτηση που του τέθηκε, ότι δεν είχε προσχεδιάσει την ηχογράφηση των συνομιλιών που είχε με τους Καραγιαννάδες, απλά όταν άρχισε η κακομεταχείριση χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του. Παραδέχθηκε ότι ο ίδιος είχε δώσει την συγκεκριμένη κάρτα που του υποδείχθηκε στον Μάριο Καραγιαννά, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 20. Εξήγησε ότι στις 10:00 το πρωί της Πέμπτης, μέρα που καταγράφεται στη συγκεκριμένη κάρτα, η σελίδα, που ήταν ήδη στο διαδίκτυο, θα εμπλουτιζόταν αφού θα ξεκινούσε τις έρευνες για να βρει άλλα θύματα της εταιρείας Καραγιαννά. Αρνήθηκε ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις του συνηγόρου Υπεράσπισης, κατά πόσο είχε λάβει την άδεια των Κατηγορούμενων 1 και 2 για να ηχογραφεί τις συναντήσεις τους.

Υποστήριξε ότι ο όρος «Karayianus» είναι ένας δημοφιλής όρος μεταξύ των πελατών της εταιρείας «Καραγιαννάς», οι οποίοι περιμένουν τίτλους ιδιοκτησίας. Ισχυρίστηκε ότι αυτό που λένε και αυτό που κάνουν οι Καραγιαννάδες, είναι διαφορετικό και γι’ αυτό τους αποκαλεί «layingbuilders».

Παραδέχθηκε ότι μετά από παράκληση του Μάριου Καραγιαννά για ανεύρεση λύσης στο πρόβλημα, στις 10/02/2006, ο ίδιος είχε ετοιμάσει μια επιστολή με πιθανές λύσεις στο πρόβλημα. Ο ίδιος είχε ζητήσει τη μετακίνηση της οικογένειάς του σε ένα σπίτι στο οποίο θα προστατευόταν η ιδιωτική ζωή της οικογένειάς του, με ιδιωτικό κήπο στον οποίο να μην έχει θέα οποιοσδήποτε άλλος ή την επιστροφή των λεφτών του ή να αφαιρεθούν τα σπίτια τα οποία παρεμβάλλονταν στην απρόσκοπτη θέα του σπιτιού του. Ήταν η θέση του ότι, όλες οι εισηγήσεις του απορρίφθηκαν από τον Μάριο Καραγιαννά, παρά το ότι ο ίδιος ήθελε μια απλή λύση για τον ίδιο και την οικογένειά του.

Ερωτηθείς για την αγωγή με αριθμό 365/06, η οποία είχε εγερθεί εναντίον του για δυσφήμηση, αρχικά ανέφερε ότι δυσφήμηση είναι η ψευδής δήλωση γεγονότων και από δικής του πλευράς δεν υπήρξε δυσφήμηση της εταιρείας «Καραγιαννάς». Στη συνέχεια, αρνήθηκε ότι εκκρεμούσε η συγκεκριμένη αγωγή εναντίον του και στο τέλος ισχυρίστηκε ότι πηγαινοέρχονται πολλές υποθέσεις και θα έπρεπε να ελέγξει.

Όσο αφορά τη συγκεκριμένη μέρα, 14/01/2008, εξήγησε ότι ο ίδιος και ο φίλος του, ο Martin Mott, είχαν ξεκινήσει με διαφορετικά αυτοκίνητα για το χωριό Φρέναρος. Είχε τηλεφωνήσει προηγουμένως του δικηγόρου του, κ. Γεωργιάδη και του είχε αναφέρει ότι θα έβγαζε φωτογραφίες του σπιτιού του από το δρόμο, λόγω του ότι είχε πληροφορηθεί ότι είχε γίνει σε αυτό μια προσθήκη και ότι ο φίλος του θα τον βιντεογραφούσε ενώ το έκανε. Όταν του υποβλήθηκε ότι το σπίτι δεν του ανήκει, υποστήριξε ότι το συμβόλαιο αγοράς είναι κατατεθειμένο στο Κτηματολόγιο και τα λεφτά βρίσκονται στην Τράπεζα. Όμως, αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι δεν έχει τίτλο ιδιοκτησίας καθώς επίσης και ότι υπάρχει δικαστική διαδικασία ακύρωσης του συγκεκριμένου συμβολαίου αγοράς από την εταιρεία Καραγιαννά.

Όσο αφορά τα τραύματά του, ήταν η θέση του ότι αρχικά ο πόνος που είχε ήταν οξύς και καθώς περνούσαν οι μέρες το φούσκωμα έγινε δυσβάστακτο και δεν μπορούσε να κινηθεί, γι’ αυτό και κρατούσε πατερίτσες για τρεις (3) βδομάδες. Έμεινε στην Κύπρο για να υποχωρήσουν οι μώλωπες, γιατί δεν ήθελε να δει η οικογένειά του τι είχε συμβεί. Ήταν η θέση του ότι είχε προσπαθήσει να σηκωθεί στο Νοσοκομείο Λάρνακας, γύρω στις 17.30μ.μ., για να πάει να βρει τηλέφωνο και κατέρρευσε. Τότε ήταν που κατάλαβε την έκταση των τραυμάτων του. Είχε γδαρσίματα και κοψίματα στην περιοχή του ματιού και του λαιμού και η μύτη του είχε εκραγεί, ενώ του τοποθετήθηκε καθετήρας και του δόθηκε ορός. Υπέδειξε στις φωτογραφίες 3, 4 και 5 του Τεκμηρίου 14, τα τραύματά του. Όμως, αυτό που τον βασάνισε περισσότερο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, ήταν ένας όγκος κάτω από το αυτί, ο οποίος του είχε προκαλέσει αστάθεια και για έξι (6) μήνες είχε αναγκαστεί να κάνει φυσιοθεραπεία. Όταν του υποβλήθηκε ότι οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 14 δεν αντικατοπτρίζουν τα τραύματα στην έκταση που ο ίδιος περιγράφει, ήταν ο ισχυρισμός του ότι οι συγκεκριμένες φωτογραφίες είχαν ληφθεί προς το τέλος της διαμονής του στο Νοσοκομείο.

Ερωτηθείς για την επίθεση, ισχυρίστηκε ότι είχε σπρωχθεί στο έδαφος για να του αρπάξουν την κάμερα και ο ίδιος μπήκε σε εμβρυακή θέση για να προστατέψει την κάμερα, κρατώντας την στην κοιλιά του. Ο Μάριος Καραγγιανάς τον κλωτσούσε ή και τον χτυπούσε στα νεφρά του, όπως ο ίδιος υπολόγισε, ενώ ο πατέρας του «εργαζόταν» στο κεφάλι του, πατώντας με δύναμη το κεφάλι του με τη μπότα του. Ο ίδιος νόμιζε ότι θα πέθαινε και όταν ο πόνος έγινε ανυπόφορος, τότε άρχισε να φωνάζει. Αυτή η πίεση που ασκήθηκε στο αυτί του, στο λοβό, του προκάλεσε τη ζημιά, δηλαδή τους ιλίγγους. Συμφώνησε όμως στη συνέχεια, ότι τα τραύματα στο κεφάλι του είχαν προκληθεί από την πτώση του στο έδαφος.

Παραδέχθηκε ότι όταν έδωσε την κατάθεσή του δεν είχε αναφέρει όλα του τα τραύματα, γιατί προτεραιότητά του ήταν τα νεφρά του και οι μώλωπες που υπήρχαν και τον εμπόδιζαν να βγει από το κρεβάτι. Ήταν η θέση του ότι είχε αναφέρει στον αστυφύλακα που του λάμβανε κατάθεση, ότι το κεφάλι του είχε χτυπήσει στην άσφαλτο. Ισχυρίστηκε ότι περιθάλπετο για τρεις (3) βδομάδες, μέχρι που να διαλυθούν οι μώλωπες και δεν μπορούσε να σηκωθεί για μέρες. Υποστήριξε ότι, παρά τους φοβερούς πόνους που είχε όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, το απόγευμα, λόγω της αδρεναλίνης, σηκώθηκε και περπάτησε για 300μ, για να τηλεφωνήσει της γυναίκας του και μετά κατέρρευσε.

Ήταν ο ισχυρισμός του ότι ενώ ήταν στο Νοσοκομείο, του στάλθηκαν απειλητικά ηλεκτρονικά μηνύματα, e-mails, που αφορούσαν τη ζωή του και των κορών του και έδωσε οδηγίες στον δικηγόρο του να καταγγείλει το γεγονός αυτό στον Γενικό Εισαγγελέα και στην Αστυνομία. Όλα αυτά έγιναν το ίδιο βράδυ, αφού ο φίλος του, ο Martin Mott, τον επισκέφθηκε γύρω στις 17:30 της ίδιας μέρας στο Νοσοκομείο, παίρνοντάς του και τηλέφωνο, ενώ άλλοι φίλοι του, του πήραν και έξτρα τηλέφωνα και του αγόρασαν και τηλεφωνική κάρτα.

Τόσο μεγάλο ήταν το τραύμα στη μύτη του, ήταν η θέση του, που είχε εκραγεί και ο φίλος του ο Martin Mott δεν τον είχε καταλάβει όταν πέρασε από δίπλα του. Όταν ζητήθηκε να υποδείξει στα Τεκμήρια 3 και 4 το αίμα που είχε απολέσει και είχε λερώσει το πουκάμισο και το σακάκι του, δεν μπορούσε να το πράξει και απλά ανάφερε ότι υπάρχει αίμα και ότι είχε χάσει μια σημαντική ποσότητα αίματος, η οποία φαίνεται στις φωτογραφίες πάνω στο πεζοδρόμιο καθώς και στο πουκάμισό του.

Ερωτηθείς, γιατί χρειαζόταν τρεις (3) κάμερες και μια (1) φωτογραφική μηχανή για να φωτογραφίσει το σπίτι του από έξω, ισχυρίστηκε ότι η μια κάμερα, η σταθερή, ήταν για να λάβει ο ίδιος τις φωτογραφίες αλλά κρατούσε και μια μικροκάμερα. Την άλλη κάμερα, μεγέθους κραγιόν, την είχε στο καπέλο του ο φίλος του ο Martin Mott, το ίδιο και τη βιντεοκάμερα. Ο ίδιος τον είχε δει, ήταν ο ισχυρισμός του, ν’ αλλάζει τις κασέτες μετά που μπλοκαρίστηκε από τον Χριστόφορο Καραγιαννά. Ήταν ο ισχυρισμός του, ότι την τρίτη κάμερα, μεγέθους κουμπιού και αξίας STG300-, την είχε αγοράσει ειδικά για το ταξίδι και την είχε τοποθετήσει στο σακάκι του και το είχε πράξει αυτό λόγω του τι είχε προηγηθεί με τους συγκεκριμένους ανθρώπους, οι οποίοι, κατά τον ισχυρισμό του, ήταν ψεύτες και άπληστοι. Ήταν η θέση του ότι, ο μόνος τρόπος για να χειριστεί κάποιος τέτοιους ανθρώπους που ψεύδονται, είναι να τους ηχογραφήσει και ο ίδιος ένιωθε ότι ήταν πολύ σημαντικό να καταγράψει όλα όσα γίνονταν. Γι’ αυτό προετοιμάστηκε για τα χειρότερα και έλπιζε για τα καλύτερα, γιατί ο ίδιος δεν θα ανεχόταν να παρενοχληθεί σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απλώς και μόνο επειδή ήθελε να δει το σπίτι του. Κατά τον ισχυρισμό του, «ήθελε να διασφαλίσει ότι αυτή τη φορά θα απονέμετο δικαιοσύνη και οι Καραγιαννάδες θα φυλακίζονταν».

Όταν του υποβλήθηκε ότι ο ίδιος προκάλεσε σκόπιμα την επίθεση για να πετύχει τους δικούς του σκοπούς, ισχυρίστηκε ότι ήταν οι Κατηγορούμενοι που είπαν ψέματα στην πολιτική διαδικασία, αφού δεν παρείχαν το χώρο παιχνιδιού και το χώρο πρασίνου που του είχαν υποσχεθεί όταν αγόραζε την κατοικία. Του υποδείχθηκε το συμβόλαιο πώλησης, που ο ίδιος είχε συνάψει με την εταιρεία «Καραγιαννάς» και αρχικά δεν αναγνώρισε την υπογραφή του. Στη συνέχεια, ισχυρίστηκε ότι η Marian Joyce Carter είχε πληρεξούσιο, ως δικηγόρος του, για να ολοκληρώσει τη μεταβίβαση. Κατατέθηκε η συμφωνία πώλησης ως Τεκμήριο 21. Παραδέχθηκε όμως, ότι ο ίδιος είχε εμπιστοσύνη στη δικηγόρο του, παρά το ότι υπήρχαν όροι στη σύμβαση που ο ίδιος δεν γνώριζε. Όμως, ήταν η θέση του, είχε κοιτάξει το συμβόλαιο αγοράς πριν το υπογράψει.

Ερωτηθείς για το τι είχε συμβεί το 2006, ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν στο χώρο ανέγερσης του κτηριακού συγκροτήματος Άγιος Σέργιος, Φάση 1 και εκεί μιλούσε με κάποια άτομα που είχαν πάει για ν’ αγοράσουν κατοικία και ηχογραφούσε τη συνομιλία τους όταν τον προσέγγισαν οι Καραγιαννάδες. Ισχυρίστηκε ότι δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε άδεια να ηχογραφεί τη συνομιλία του με τρίτα άτομα και ότι ήταν απόλυτα εξουσιοδοτημένος να κρατά τη μηχανή του βίντεο δημόσια και να καταγράφει οτιδήποτε τον διευκόλυνε στο να αποτρέψει ένα έγκλημα. Τότε, μετά το συμβάν του 2006, κατατέθηκε μια δήλωση στο διαδίκτυο από τον ίδιο, ότι θα ήταν ανοιχτός σε διάλογο με την οικογένεια Καραγιαννά για ένα περίπου χρόνο. Όταν όμως ανακάλυψε ότι το σπίτι του είχε πωληθεί παράνομα σε άλλη αγγλική οικογένεια, τότε ξανάρχισε τη λειτουργία της ιστοσελίδας του, αυτό έγινε το 2007.

Ήταν η θέση του, όσο αφορά το επεισόδιο του 2008, ότι μετά που χτυπήθηκε από τον Μάριο Καραγιαννά, ο πατέρας, ο Χριστόφορος Καραγιαννάς, τον χτύπησε με τη γροθιά του στο πρόσωπο, για να αναφέρει στη συνέχεια ότι απλά είχε βάλει τη γροθιά του στο πρόσωπο τη συγκεκριμένη στιγμή, χωρίς να τον χτυπήσει. Ισχυρίστηκε, σε ερώτηση που του υποβλήθηκε, ότι ο ίδιος δεν περίμενε οποιαδήποτε επίθεση κατά την έξοδό του από το αυτοκίνητο. Θεώρησε ότι θα ικανοποιούνταν οι Κατηγορούμενοι 1 και 3, στην εσκεμμένη σύγκρουση με το δικό του αυτοκίνητο. Μετά την πρώτη γροθιά, πρόθεσή του ήταν να επιστρέψει στο αυτοκίνητο για να προστατεύσει την κάμερα. Στην επόμενη ερώτηση που του τέθηκε, ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν στη διαδικασία εξόδου του από το αυτοκίνητό του, όταν τον χτύπησε ο Μάριος Καραγιαννάς και δεν του είχε δώσει οποιοδήποτε λόγο για να τον χτυπήσει. Δεν τον είχε εξυβρίσει, γιατί δεν υπήρχε χρόνος.

Ερωτηθείς, αναφορικά με το πότε τοποθετούσε ο ίδιος την πρώτη αντίδραση του Μάριου Καραγιαννά, ήταν ο ισχυρισμός του ότι, όταν φώναξαν «κάμερα» ο ίδιος πήρε εμβρυακή στάση και στη συνέχεια του επιτέθηκαν, όταν προσπάθησαν να του πάρουν την κάμερα. Το σημάδι από τη μπότα του Χριστόφορου Καραγιαννά ήταν εμφανείς και μπορούσαν να το δουν και οι ιατροί.

Όσο αφορά την εμπλοκή του Κατηγορούμενου 3, ο ίδιος τον είχε δει να δίνει την κάμερα στον Μάριο Καραγιαννά και τον Μάριο Καραγιαννά να βγάζει την κάρτα μνήμης και να τη βάζει στην τσέπη του. Απλά τον είχε εμποδίσει, ο Κατηγορούμενος 3, να μπει στο αυτοκίνητό του και να σηκωθεί, έχοντας το χέρι του στον ώμο του. Ήταν η θέση του, ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τι είχε συμβεί τη συγκεκριμένη μέρα. Όταν του υποβλήθηκε ότι είχε αναφέρει άλλα πράγματα ενώπιον του Δικαστηρίου από αυτά που είχε αναφέρει στη γραπτή κατάθεση που είχε δώσει αμέσως μετά το επεισόδιο, ήταν η θέση του ότι η κατάθεση είχε δοθεί ενώ βρισκόταν στο Νοσοκομείο και είχε πολύ πόνο και ότι υπήρχαν πολλά πράγματα, όπως η μαρτυρία στο βίντεο, που ο Ανακριτής είχε θεωρήσει ότι δεν ήταν σχετικά.

Ερωτηθείς, παραδέχθηκε ότι είχε κάνει πολλές επιστολές για παράπονα εναντίον των Αρχών, ακόμα και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Γενικό Εισαγγελέα, αφού θεώρησε ότι ο αστυνομικός ο οποίος εξέταζε την υπόθεση, τον είχε κοροϊδέψει, λόγω του ότι είχε καθορίσει τον τραυματισμό του, ως πραγματική σωματική βλάβη.

Επανεξεταζόμενος, κατέθεσε φωτογραφίες που είχαν ληφθεί, κατά τον ισχυρισμό του, ενώ ήταν τραυματισμένος ως Τεκμήριο 22. Κατατέθηκαν με επιφύλαξη αναφορικά με την αλήθεια του περιεχομένου τους. Την σπασμένη κάμερα την κατέθεσε ως Τεκμήριο 23. Επίσης, κατέθεσε ένα ιατρικό πιστοποιητικό για την έκταση των τραυμάτων του, το οποίο έγινε Τεκμήριο 24, και πάλι έγινε επιφύλαξη μη αποδοχής της αλήθειας του περιεχομένου του. Ενώ, Τεκμήριο 25 είχε γίνει η φωτογραφία που είχε ο ίδιος βγάλει άλλη μέρα απ’ αυτήν του επεισοδίου και αφορούσε τον τρόπο που ήταν σταθμευμένα τα αυτοκίνητα.

Δεύτερος μάρτυρας ήταν ο Αστ.3488, κ. Χρίστου (Μ.Κ.2), ο οποίος υπηρετεί στο ΤΑΕ Αμμοχώστου. Υιοθέτησε την κατάθεσή του και αυτή έγινε Τεκμήριο 26. Στην κατάθεσή του αναφέρει ότι στις 14/01/2008 κλήθηκε να επισκεφτεί τη σκηνή τροχαίου ατυχήματος και επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης εναντίον του Cornelius Desmond O Dwyer. Στη σκηνή του δυστυχήματος, παρά το καφενείο με την επωνυμία «F.C. FRENAROS 2000», στην οδό Αμμοχώστου, βρήκε τα αυτοκίνητα με αριθμούς εγγραφής ΖΚΡΥ957 και ΚQΜ860 στις τελικές τους θέσεις. Ο Μάριος Καραγιαννάς βρισκόταν στη σκηνή, ενώ ο Cornelius Desmond O Dwyer είχε μεταφερθεί στο Νοσοκομείο Παραλιμνίου. Την επόμενη μέρα τον επισκέφτηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας, όπου είχε μεταφερθεί, και έλαβε και τη γραπτή του κατάθεση, στην οποία υπέβαλλε καταγγελία εναντίον του Μάριου και Χριστόφορου Καραγιαννά, καθώς τρίτου άγνωστου προσώπου. Εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον του Μάριου και Χριστόφορου Καραγγιαννά στις 16/01/2008, συνελήφθηκαν και στη συνέχεια εκδόθηκε εναντίον τους διάταγμα κράτησης τεσσάρων (4) ημερών. Ο ίδιος κατέγραψε τη θεληματική κατάθεση του Μάριου Καραγιαννά στις 17/01/2008, αφού πρώτα του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο. Κατονόμασε ο Μάριος Καραγιαννάς το τρίτο πρόσωπο ως τον Χαράλαμπο Ττίγγη και εξέφρασε επιθυμία όπως υποδείξει το μέρος που είχε πετάξει τη μικροκάμερα του Cornelius Desmond O Dwyer, πράγμα που έγινε. Κλήθηκε ο Χαράλαμπος Ττίγγης την ίδια μέρα στο ΤΑΕ Αμμοχώστου και λήφθηκε απ’ αυτόν ανακριτική κατάθεση, αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο Νόμο. Αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή. Ο ίδιος είχε παραλάβει στις 15/01/2008 από τον Αστ.718, κ. Γιώρκαλλο, ένα πουκάμισο χρώματος μπλε και ένα σακάκι χρώματος μαύρου, τα οποία έθεσε υπό τη φύλαξή του. Στις 17/01/2008 παρέδωσε στον Αστ.1192, κ. Ανδρέου, τη μικροκάμερα για να την υποδείξει του Cornelius Desmond. Παρέλαβε από τον Cornelius Desmond, στις 23/01/2008, στα γραφεία του ΤΑΕ, πέντε (5) ψηφιακούς δίσκους και δυο (2) βιντεοκασέτες κάμερας, που αφορούσαν, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του Cornelius Desmond O Dwyer, τα γεγονότα της 14/01/2008. Στις 26/01/2008 κλήθηκε ο Χαράλαμπος Ττίγγης στα γραφεία του ΤΑΕ για σκοπούς αναγνώρισής του από τον Cornelius Desmond, ο οποίος τον αναγνώρισε ως το πρόσωπο που συνόδευε τον Μάριο Καραγιαννά όταν του επιτέθηκε. Κατηγορήθηκαν οι Μάριος και Χριστόφορος Καραγιαννάς καθώς και ο Χαράλαμπος Ττίγγης για τα αδικήματα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και της κακόβουλης ζημιάς, τους επιστήθηκε η προσοχή τους στο Νόμο και καταγράφηκε η απάντησή τους.

Ενώπιον του Δικαστηρίου κατέθεσε τη γραπτή κατάθεση του Μάριου Καραγιαννά ως Τεκμήριο 27, τη γραπτή κατάθεση του Χαράλαμπου Ττίγγη ως Τεκμήριο 28, το έντυπο υπόδειξης σκηνής από τον Μάριο Καραγιαννά ως Τεκμήριο 29, τη γραπτή κατηγορία που απαγγέλθηκε στον Μάριο Καραγιαννά ως Τεκμήριο 30, τη γραπτή κατηγορία που απαγγέλθηκε στον Χριστόφορο Καραγιαννά ως Τεκμήριο 31 και τη γραπτή κατηγορία που απαγγέλθηκε στον Χαράλαμπο Ττίγγη ως Τεκμήριο 32. Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 22, φωτογραφίες, αναγνώρισε τον Παραπονούμενο ως τον εικονιζόμενο και ισχυρίστηκε ότι του είχε υποδείξει τα τραύματά του. Αναγνώρισε επίσης στα Τεκμήρια 3 και 4 το πουκάμισο και το σακάκι που είχε παραδώσει ο Παραπονούμενος στον Αστ.718, ο οποίος στη συνέχεια του τα παρέδωσε. Ο ίδιος τα είχε παραδώσει στον Παραπονούμενο εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου στις 06/05/2009. Στο Τεκμήριο 6 αναγνώρισε την κάμερα που του είχε υποδείξει ο Κατηγορούμενος 1 στο Φρέναρος, ενώ στο Τεκμήριο 8 αναγνώρισε τα τεκμήρια που του είχε παραδώσει ο Παραπονούμενος στο ΤΑΕ Αμμοχώστου.

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι το περιεχόμενο του Τεκμήριο 8 του το είχε παραδώσει ο Παραπονούμενος στο ΤΑΕ Αμμοχώστου, στις 23/01/2008 και ισχυρίστηκε ότι δεν του είχε παραδώσει οτιδήποτε στο Νοσοκομείο. Ήταν η θέση του ότι σύμφωνα με τα όσα του είχε αναφέρει ο Παραπονούμενος, μαζί του ήταν και ο φίλος του ο Martin Mott, ο οποίος βιντεογραφούσε. Ερωτηθείς, ανέφερε ότι στις 15/01/2008, που είχε επισκεφτεί τον Παραπονούμενο στο Νοσοκομείο Λάρνακας, είχε λάβει καταθέσεις από δυο ιατρούς αναφορικά με την κατάστασή του και ήταν παρόν κατά την επίσκεψη του ιατροδικαστή και τη φωτογράφισή του από άλλο αστυνομικό. Ο ιατροδικαστής Σοφοκλής Σοφοκλέους του παρέδωσε σχετική ιατροδικαστική έκθεση, την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 33. Ήταν η θέση του, ότι από τον Παραπονούμενο είχε λάβει ανοιχτή κατάθεση, αφήνοντας τον να του αναφέρει ότι επιθυμούσε σε σχέση με την υπόθεση. Δεν του έθεσε κανένα περιορισμό και του επέτρεψε να αναφέρει όσες λεπτομέρειες επιθυμούσε. Παραδέχθηκε ότι δεν είχε αναφέρει στον Παραπονούμενο τις κατηγορίες που προτίθετο να προσάψει εναντίον των Κατηγορούμενων. Όμως, τόσο ο Παραπονούμενος καθώς και ο δικηγόρος του, του παραπονέθηκαν τηλεφωνικά ότι η κατηγορία έπρεπε να είναι βαρεία σωματική βλάβη και όχι πραγματική βλάβη και στη συνέχεια έλαβε οδηγίες από τον Γενικό Εισαγγελέα όπως αναβαθμίσει την κατηγορία από πραγματική σωματική βλάβη σε βαρεία σωματική βλάβη.

Ερωτηθείς, παραδέχθηκε ότι ο Παραπονούμενος δεν είχε αναφέρει ότι είχε χτυπηθεί από τον Χαράλαμπο Ττίγγη. Ο ίδιος είχε όμως διαπιστώσει κατά την έρευνά του ότι ο κ. Ττίγγης είχε βοηθήσει τον Μάριο Καραγιαννά. Ήταν η θέση του ότι ο Παραπονούμενος του είχε αναφέρει ότι είχε τοποθετημένη τη μικροκάμερα εσωτερικά του πουκαμίσου του και το κουμπί εξωτερικά και ήταν πραγματικά δύσκολο να εντοπιστεί από κάποιον που δεν γνωρίζει. Ως λόγος του επεισοδίου, αναφέρθηκε από τους Κατηγορούμενους το γεγονός ότι ο Παραπονούμενος βιντεογραφούσε κάποια πελάτισσά τους και παρενοχλούσε. Ενώ ο Παραπονούμενος, ισχυρίστηκε ότι βιντεογραφούσε το σπίτι του λόγω του ότι τον ξεγέλασαν και του κατακρατούσαν λεφτά και ήθελε τις φωτογραφίες για σκοπούς αγωγής. Είχε πάρει και τον φίλο του μαζί του, γιατί στο παρελθόν του είχαν επιτεθεί οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και αυτή τη φορά ήθελε να το έχει καταγραμμένο αν του επιτίθονταν.

Ερωτηθείς για τα παράπονα των Κατηγορούμενων που αφορούσαν τις ηχογραφήσεις, ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν προγενέστερα παράπονα από τους Κατηγορούμενους για βιντεογραφήσεις, αλλά καταγγελία για το συγκεκριμένο θέμα είχε γίνει μετά τις 14/01/2008. Ο ίδιος δεν γνώριζε αν είχε ξαναγίνει παράπονο, όμως η διερεύνηση ξεκίνησε με την καταγγελία του Μάριου Καραγιαννά και της υπαλλήλου του. Παραδέχθηκε ότι του είχε επίσης καταγγελθεί ότι κάποιος εισερχόταν στην ιστοσελίδα που διατηρούσαν οι Κατηγορούμενοι και τους απειλούσε. Οι απειλές κατέγραφαν ότι προέρχονταν από τον αδελφό του Παραπονούμενου, ο οποίος ήταν στρατιώτης στο Ιράκ. Ο ίδιος απευθύνθηκε στην Ιντερπόλ Αγγλίας για το συγκεκριμένο θέμα, αλλά δεν του έδωσαν οποιαδήποτε απάντηση.

Ο επόμενος μάρτυρας ήταν ο Δρ. Μπάκας (Μ.Κ.3). Ο κ. Μπάκας είναι ιατρός στο Νοσοκομείο Παραλιμνίου. Στις 14/01/2008 υπηρετούσε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών. Είναι γενικός ιατρός και εξασκεί το επάγγελμα από το 1988. Κατέθεσε την κατάθεσή του ως Τεκμήριο 34. Σε αυτήν καταγράφει ότι είχε προσκομιστεί στις 14/01/2008, με ασθενοφόρο στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Νοσοκομείου, ο Cornelius Desmond O Dwyer, ο οποίος έφερε χτυπήματα στο κεφάλι. Τον εξέτασε και διαπίστωσε ότι έφερε ένα μώλωπα στο αριστερό ζυγωματικό οστού και ένα μώλωπα πίσω από την κάτω γνάθο αριστερά, ενώ παρουσίαζε και μεγάλο οίδημα στην δεξιά οσφύ. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Λάρνακας για χειρουργική εξέταση.

Εξήγησε στο Δικαστήριο τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 14. Βλέποντας τις φωτογραφίες 3,4 και 5 διαπίστωσε ένα μώλωπα κάτω από το αριστερό μάτι και μικροτραύματα, ενώ στη φωτογραφία 6 διαπίστωσε ένα οίδημα, φούσκωμα, στη δεξιά οσφύ. Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 22, φωτογραφίες, θυμήθηκε τον Παραπονούμενο, γιατί όταν προσήλθε στο Νοσοκομείο ήταν πολύ συγχυσμένος. Εξήγησε τις φωτογραφίες και ισχυρίστηκε ότι στη φωτογραφία 1 του Τεκμηρίου 22, φαινόταν ένας μώλωπας στο αριστερό ζυγωματικό, στη φωτογραφία 2 φαινόταν ο καθετήρας, η φωτογραφία 4 απεικόνιζε ένα μώλωπα κάτω από το αριστερό ζυγωματικό και το αριστερό αυτί ενώ οι φωτογραφίες 5 και 6 έδειχναν μώλωπα και φούσκωμα στη δεξιά οσφύ. Όσο αφορά τις φωτογραφίες 7, 8 και 9 του Τεκμηρίου 22, ήταν η θέση του ότι απεικόνιζαν μώλωπα στο χέρι, στο δεξιό μηρό και την κοιλιά. Κατέληξε ότι οι μώλωπες μπορούν να εμφανιστούν αμέσως, αλλά και μετά από ώρες καθώς επίσης και ότι όλα τα τραύματα στο κεφάλι μπορούν να προκαλέσουν κεφαλαλγία ή ζάλη.

Αντεξεταζόμενος, ισχυρίστηκε ότι δεν έχει ακολουθήσει μαθήματα τραυματολογίας όμως από όσα γνώριζε είναι ειδικότητα εντός άλλης ειδικότητας. Όμως, ο ίδιος είχε πάρει πρακτικές γνώσεις κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και βάση αυτής της εμπειρίας μπορούσε να περιγράψει τα τραύματα. Ο ίδιος θυμόταν τη φυσιογνωμία του Παραπονούμενου, αλλά όχι τα τραύματά του. Ερωτηθείς, ισχυρίστηκε ότι οι φωτογραφίες 4, 5 και 6 του Τεκμηρίου 14 καθώς επίσης και οι φωτογραφίες 1 και 4 του Τεκμηρίου 22, αντικατόπτριζαν τα τραύματα που ο ίδιος είχε καταγράψει στο πιστοποιητικό του. Όμως, υποστήριξε ότι οι φωτογραφίες 5, 6, 7, 8, 9 και 10, του Τεκμηρίου 22, δεν αντικατόπτριζαν τα τραύματα που είχε καταγράψει. Εξήγησε ότι κατά την εξέταση βασίζονται σε αυτά που τους αναφέρει ο ασθενής. Γι’ αυτό και έγραψε άλγος στη δεξιά οσφύ, το οποίο άλγος δεν μπορεί να αποδειχθεί. Όσο αφορά τους μώλωπες του μηρού και του δεξιού αγκώνα, δεν του είχε αναφέρει ο ασθενής οτιδήποτε γιατί θα το κατέγραφε. Ήταν η θέση του ότι ο μώλωπας αλλάζει με την πάροδο του χρόνου και είναι δυνατόν να εμφανιστεί και μετά την πάροδο 24 ωρών. Όμως, όσο αφορά το μώλωπα της φωτογραφίας 6, του Τεκμηρίου 22, ήταν η θέση του ότι ήταν πολύ απίθανο να μην τον είδε ούτε ο ίδιος στις 14/01/2008, αλλά ούτε και οι άλλοι ιατροί όταν φωτογράφησαν τον Παραπονούμενο στις 15/01/2008 και να εμφανίστηκε σε άγνωστο χρόνο.

Επόμενος μάρτυρας ήταν ο Αστ. 1860, κ. Στήβ Θεοδούλου (Μ.Κ.4). Ο Αστ.1860, κ. Θεοδούλου υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του και έγινε Τεκμήριο 35. Στην κατάθεσή του αναφέρει ότι είχε επισκεφτεί τη σκηνή τροχαίου ατυχήματος και επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης παρά το καφενείο με την επωνυμία «F.C. FRENAROS 2000», στην οδό Αμμοχώστου και έλαβε φωτογραφίες της σκηνής και των ενεχομένων αυτοκινήτων με αριθμούς εγγραφής ΖΚΡΥ957, το οποίο οδηγούσε ο Cornelius Desmond O Dwyer και το ΚQΜ860, το οποίο οδηγούσε ο Μάριος Καραγιαννάς. Έλαβε ανακριτική κατάθεση την ίδια μέρα, 14/01/2008, από τον Μάριο Καραγιαννά. Στις 17/01/2008, μετά από υπόδειξη του Μάριου Καραγιαννά, έλαβε αριθμό φωτογραφιών μιας κάμερας και τα διάφορα μέρη της. Κατέγραψε επίσης τη θεληματική κατάθεση του Χριστόφορου Καραγιαννά, στην οποία παραδέχθηκε ότι έσπρωξε τον Παραπονούμενο. Εμφανίστηκαν τα φιλμ στην παρουσία του και ο ίδιος τοποθέτησε τις 22 φωτογραφίες σε βιβλιαράκι.

Του υποδείχθηκαν τα Τεκμήρια 12 και 13 και ισχυρίστηκε έλαβε τις συγκεκριμένες φωτογραφίες και ότι στην κατάθεσή του αναφέρεται στις συγκεκριμένες φωτογραφίες. Κατέθεσε την ανακριτική κατάθεση του Μάριου Καραγιαννά ως Τεκμήριο 36 και τη θεληματική κατάθεση του Χριστόφορου Καραγιαννά ως Τεκμήριο 37.

Ο συγκεκριμένος μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε.

Στη συνέχεια δόθηκε μαρτυρία από τον ιατροδικαστή Σοφοκλή Σοφοκλέους (Μ.Κ.5), ο οποίος ασχολείται ως ιατροδικαστής στην Κύπρο από το 1996. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της Έκθεσής του, η οποία είχε κατατεθεί ως Τεκμήριο 33. Σε αυτήν καταγράφει ότι εξέτασε στις 15/01/2008 τον Cornelius O’ Dwyer στο Χειρουργικό Τμήμα του Νοσοκομείου Λάρνακας, στην παρουσία του Αστ. 718 κ. Γιώρκαλλου, ο οποίος έβγαλε και φωτογραφίες. Η εξέτασή του κατέδειξε τα ακόλουθα τραύματα: Θλαστική εκχύμωση στην αριστερή κογχική χώρα (κάτω από το βλέφαρο) μετά εξοιδήσεως (πρήξιμο) και δυο μοκροεκδορές με απόσταση της επιδερμίδας (αμυχές) στην αριστερή κάτω γνάθο πλησίον της κροταφογναθικής άρθρωσης. Ο ασθενής του είχε παραπονεθεί για πόνο κατά την ψηλάφηση στη δεξιά κροταφική χώρα μετά εξοιδήσεως και πόνο στη δεξιά οσφυϊκή χώρα και βουβωνική χώρα.

Αναγνώρισε το Τεκμήριο 14 ως τις φωτογραφίες που λήφθηκαν μετά από δική του υπόδειξη, αλλά όχι τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 22. Υπέδειξε στο Δικαστήριο ότι η φωτογραφία 3 του Τεκμηρίου 14 αντικατοπτρίζει αυτό που ο ίδιος περιγράφει στο σημείο 2 της Έκθεσής του, ενώ η φωτογραφία 4 αντικατοπτρίζει το σημείο 1 της Έκθεσής του. Ήταν η θέση του ότι τα δυο αυτά τραύματα είχε δει ο ίδιος στις 15/01/2008 που εξέτασε τον Παραπονούμενο και τίποτα περισσότερο. Ήταν ο ισχυρισμός του ότι ο Παραπονούμενος του είχε παραπονεθεί για πόνους στη δεξιά κροταφική χώρα που είχε πρήξιμο, το οποίο ο ίδιος δεν γνώριζε από πού προήλθε.

Βλέποντας το Τεκμήριο 22 και συγκρίνοντας το με το Τεκμήριο 14, ισχυρίστηκε ότι ενώ η φωτογραφία 6 του Τεκμηρίου 14 δεν δείχνει τίποτα, οι φωτογραφίες 5 και 6 του Τεκμηρίου 22 δείχνουν κάτι το διαφορετικό. Εξήγησε ότι κάποιες κακώσεις μπορεί να εμφανιστούν μετά με την πάροδο κάποιου χρόνου, 24 ωρών ή ακόμα και 48 ωρών. Ήταν η θέση του ότι οι θλαστικές εκχυμώσεις καταδεικνύουν κάποια αιμορραγία και μπορούν να προκληθούν με οτιδήποτε έχει πλατειά επιφάνεια. Η γροθιά έχει τέτοια επιφάνεια. Είχαν γίνει αξονικές και ακτινολογικές εξετάσεις και δεν υπήρχε οτιδήποτε παθολογικό, γιατί συνήθως ζητά το αποτέλεσμα και καταγράφει αυτά που δεν μπορεί να δει με γυμνό μάτι στην Έκθεσή του.

Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι αν οι ακτινογραφίες αποκαλύψουν οτιδήποτε, συνήθως καταγράφεται στην Έκθεση. Στην υπό κρίση υπόθεση δεν υπήρχε οτιδήποτε γι’ αυτό και δεν το έγραψε. Ισχυρίστηκε ότι ο Παραπονούμενος του παραπονέθηκε ότι πονούσε και ο ίδιος έδωσε οδηγίες να φωτογραφηθεί εκεί που πονούσε. Υποστήριξε ότι δεν είναι παράξενο να εμφανιστούν σε κατοπινό στάδιο οι μώλωπες αφού εναπόκειται στην αντίδραση του κάθε οργανισμού.

Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 22, υποστήριξε ότι οι φωτογραφίες 8 και 9 απεικονίζουν το δεξί πόδι κάποιου με τη μόνη διαφορά ότι στη φωτογραφία 9 είναι μεγαλύτερο το αιμάτωμα. Κατέληξε, ότι πιθανόν να μην είναι βγαλμένες την ίδια ώρα οι φωτογραφίες, αφού ο ασθενής φορά διαφορετικά ρούχα, ενώ σε μερικές φορεί αρραβώνα ενώ σε άλλες όχι. Όμως, ο ίδιος δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ότι αυτός που απεικόνιζαν οι φωτογραφίες ήταν ο κ. Desmond. Βλέποντας τη φωτογραφία 7 του Τεκμηρίου 22, ισχυρίστηκε ότι δεν του είχε παραπονεθεί για πόνο στο συγκεκριμένο σημείο ο Παραπονούμενος. Ήταν η θέση του ότι δεν του είχε αναφερθεί από τον τραυματία ότι πονούσε στο συγκεκριμένο μέρος του σώματος, γι´ αυτό και δεν το έγραψε. Ήταν η θέση του, σε ερώτηση που του τέθηκε, ότι οι τραυματισμοί που ο ίδιος κατέγραψε στην Έκθεσή του χαρακτηρίζονται ως ελαφρά σωματική βλάβη. Εξήγησε ότι χαρακτηρίζονται ως ελαφρές οι βλάβες, όταν ένα άτομο απέχει από την εργασία του μέχρι και 20 μέρες, λόγω των βλαβών αυτών. Υποστήριξε τη θέση του με αναφορά σε ιατρική βιβλιογραφία.

Μαρτυρία δόθηκε και από τον Αστ.3506, κ. Χατζηγιάννη (Μ.Κ.6), ο οποίος υπηρετεί στον Αστυνομικό Σταθμό Δερύνειας. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του και έγινε Τεκμήριο 38. Ήταν η καταγραφείσα θέση του ότι στις 14/01/2008 και ώρα 13:30, ο ίδιος είχε λάβει τηλεφώνημα από τον Μάριο Καραγιαννά, ότι ένα πρόσωπο από την Αγγλία βιντεογραφούσε με την κάμερα το συγκρότημα οικιών με την ονομασία KARAYIANNAS COMPLEX, στο Φρέναρος. Του ανέφερε «αν δεν έρτετε τωρά εν να τον κάμω μαύρο που το ξύλο». Ο ίδιος αμέσως επισκέφθηκε το μέρος, περιπόλησε την περιοχή και δεν εντόπισε οποιοδήποτε πρόσωπο. Στη συνέχεια έλαβε τηλεφώνημα από το Σταθμό για ένα τροχαίο δυστύχημα που είχε γίνει στο Φρέναρος, με εμπλεκόμενους τον Μάριο Καραγιαννά και τρίτο πρόσωπο από την Αγγλία. Επισκέφθηκε τη σκηνή και διαπίστωσε ότι τα αυτοκίνητα με αριθμούς εγγραφής KQM860 και ZKPY957, είχαν συγκρουστεί. Στο μέρος βρισκόταν ο Μάριος Καραγιαννάς και ο Cornelius Desmond, ο οποίος ήταν και τραυματισμένος στο πρόσωπο. Ο ίδιος του είχε αναφέρει ότι είχε χτυπηθεί από τον Μάριο Καραγιαννά και τον πατέρα του, τους οποίους και υπέδειξε στο χώρο, ως τα πρόσωπα που του είχαν χτυπήσει. Κλήθηκε το ασθενοφόρο καθώς και αστυνομική βοήθεια και στο μεταξύ ο ίδιος προσπαθούσε να ηρεμήσει τον Μάριο και τον Χριστόφορο Καραγιαννά, γιατί φώναζαν και είχαν απειλητικές διαθέσεις προς τον Cornelius. Όταν έφθασε το ασθενοφόρο, ο Αστ.2923 μπήκε μαζί με τον Cornelius στο ασθενοφόρο, ο οποίος τότε του εξέφρασε την επιθυμία να πάρει τη φωτογραφική του κάμερα από το αυτοκίνητο. Την ίδια στιγμή, ο Μάριος και ο Χριστόφορος Καραγιαννάς βλέποντας τον κινήθηκαν απειλητικά προς το μέρος του και φώναζαν ότι χρησιμοποιούσε τη φωτογραφική του κάμερα για να τους δυσφημεί μέσω του διαδικτύου. Ο ίδιος παρέλαβε τελικά τη φωτογραφική κάμερα, την οποία έθεσε υπό τη φύλαξή του και στη συνέχεια την παρέδωσε στον Αστ.3488.

Βλέποντας το Τεκμήριο 14, τις φωτογραφίες, αναγνώρισε το πρόσωπο του Cornelius. Στο Τεκμήριο 12 επεξήγησε την κάθε μια από τις φωτογραφίες. Όσο αφορά τη φωτογραφία 1, ανέφερε ότι δείχνει το αυτοκίνητο ενοικιάσεως του Παραπονούμενου, καθώς και το αυτοκίνητο του Μάριου Καραγιαννά, ο οποίος Μάριος Καραγιαννάς, φαίνεται στα αριστερά της φωτογραφίας. Όσο αφορά τις φωτογραφίες 3-17 του Τεκμηρίου 12, ήταν η θέση του ότι απεικόνιζαν το σημείο που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, στα οποία αναφέρεται στην κατάθεσή του.

Αναγνώρισε τους Κατηγορούμενους 1 και 2, ως τον Μάριο και Χριστόφορο Καραγιαννά. Ερωτηθείς, εξήγησε ότι με τη φράση «κινήθηκαν απειλητικά», εννοούσε ότι προσπάθησαν να πλησιάσουν τον Cornelius με πιθανή πρόθεση να τον χτυπήσουν. Ο ίδιος έμπαινε μπροστά, αλλά με διάφορα επιχειρήματα οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 προσπαθούσαν να πλησιάσουν τον Παραπονούμενο. Απ’ ότι μπορούσε να θυμηθεί, ο Cornelius την ώρα που τον προσέγγισε είχε αίματα σε όλο του το πρόσωπο και στα ρούχα του και ζητούσε τη βοήθειά του.

Βλέποντας το Τεκμήριο 23, το αναγνώρισε ως τη φωτογραφική κάμερα που είχε παραλάβει από τον Cornelius.

Αντεξεταζόμενος, ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν τι ώρα είχε λάβει το τηλεφώνημα για το δυστύχημα στο Φρέναρος, όμως επισκέφθηκε τη σκηνή στο Φρέναρος η ώρα 13:30 και μετά από 10-15 λεπτά έλαβε το δεύτερο τηλεφώνημα. Είχε προηγουμένως περιπολήσει το συγκρότημα KARAYIANNAS COMPLEX, αφού είχε προηγηθεί το τηλεφώνημα του Μάριου Καραγιαννά. Όταν έφθασε στη σκηνή του δυστυχήματος, το κλίμα ήταν τεταμένο και δεν είχε ρωτήσει τον Cornelius κατά πόσο είχε άδεια να κινηματογραφεί στο συγκρότημα KARAYIANNAS. Ερωτηθείς, ισχυρίστηκε βλέποντας τη φωτογραφία 6 του Τεκμηρίου 12, ότι ο ίδιος θα μπορούσε να πηδήσει πάνω από τα αυτοκίνητα. Ήταν η θέση του, ότι αυτό που είδε ήταν τον Μάριο και τον Χριστόφορο Καραγιαννά, να κινούνται προς το μέρος του Cornelius με απειλητικές διαθέσεις. Ο ίδιος δεν είδε κανένα να τον χτυπά. Επίσης, δεν είχε δει τον Cornelius να κρατά τη φωτογραφική μηχανή ή να βγάζει φωτογραφίες, ούτε τον είδε να την παίρνει μαζί του στο ασθενοφόρο. Απλά, του ζητούσε τη βοήθειά του για να τον προστατεύσει από πιθανή επίθεση από τους Κατηγορούμενους 1 και 2. Όταν έμπαινε στο ασθενοφόρο, ζήτησε να πάρει τη φωτογραφική μηχανή. Στη συνέχεια, ο μάρτυρας εξήγησε ότι με τον όρο «φωτογραφική μηχανή», εννοούσε τη βιντεοκάμερα, το Τεκμήριο 23. Ερωτηθείς, ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δεν τον είχε δει να κρατά στα χέρια του φωτογραφική μηχανή ή οτιδήποτε άλλο. Ο ίδιος είχε πάρει το Τεκμήριο 23, τη στιγμή που ο Παραπονούμενος έφευγε με το ασθενοφόρο. Προώθησε τη θέση ότι στον ίδιο δεν είχε αναφερθεί οτιδήποτε που να αφορά άλλη κάμερα, ούτε και του είχε παραπονεθεί ο Cornelius για την κλοπή οποιασδήποτε κάμερας ή άλλου αντικειμένου.

Ο επόμενος μάρτυρας ήταν ο Δρ Νικολάου (Μ.Κ.7), ο οποίος είναι χειρούργος στο Νοσοκομείο Λάρνακας. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της έκθεσής του και αυτή κατατέθηκε ως Τεκμήριο 39. Στην Έκθεση κατέγραψε την εξέλιξη της πορείας της υγείας του Παραπονούμενου. Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 14, ισχυρίστηκε ότι θυμόταν το εικονιζόμενο πρόσωπο ως τον ασθενή που αναφέρεται στην έκθεσή του. Όμως, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί τον θυμόταν. Βλέποντας τη φωτογραφία 4 του Τεκμηρίου 14, ήταν η θέση του ότι ο Παραπονούμενος είχε εκχύμωση στο αριστερό μάτι, η οποία μπορούσε να είχε προέλθει από αμβλύ αντικείμενο ή με γροθιά. Όσο αφορά τη φωτογραφία 3 του Τεκμηρίου 14, ανέφερε ότι υπάρχουν εκδορές, δηλαδή γδαρσίματα, στην αριστερή πλάγια τραχηλική χώρα. Βλέποντας το Τεκμήριο 22, τις φωτογραφίες 5 και 6, υπέδειξε την εκχύμωση στη δεξιά νεφρική χώρα. Επιπρόσθετα, εξήγησε ότι τα τραύματα που φαίνονται στη φωτογραφία 4 του Τεκμηρίου 22, θα μπορούσαν να προέλθουν από ένα χτύπημα με αμβλύ αντικείμενο ή από μια απλή γροθιά. Η εκχύμωση στη νεφρική χώρα μπορούσε επίσης να προέλθει από χτύπημα με αμβλύ αντικείμενο. Ερωτηθείς για τις φωτογραφίες 8 και 9 του Τεκμηρίου 22, εξήγησε ότι απεικονίζουν εκχύμωση στην έσω επιφάνεια του δεξιού μηρού. Ισχυρίστηκε ότι οι συγκεκριμένες φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί σε διαφορετικό χρόνο, ενόψει του ότι η έκταση μωλωπισμού είναι διαφορετική. Η φωτογραφία 8, ήταν η θέση του, λήφθηκε σε προγενέστερο χρόνο, ενώ η φωτογραφία 9 είναι βγαλμένη σε μεταγενέστερο χρόνο, αφού η εκχύμωση έχει απλώσει. Εξήγησε ότι τέτοιου είδους μώλωπες μπορούν να εμφανιστούν, είτε αμέσως, είτε και 48 ώρες μετά τον τραυματισμό. Αναφορικά με τον καθετήρα, ήταν η θέση του ότι σε όλους τους τραυματίες, σαν θέμα πρακτικής, τοποθετείται ουρηθρικός καθετήρας, για να μετριέται η αποβολή ούρων και να διαπιστώνεται κατά πόσο υπάρχει αιματουρία. Κατέληξε ότι το συγκεκριμένο άτομο, δηλαδή ο Παραπονούμενος, δεν ήταν και ο ευκολότερος ασθενής.

Αντεξεταζόμενος, ισχυρίστηκε ότι ο Παραπονούμενος παραπονείτο για το παραμικρό, ήταν «μούρμουρος» και δεν ικανοποιείτο με την παρασχεθείσα θεραπεία, είχε παράπονα για τη φροντίδα και είχε αφήσει να νοηθεί ότι το ιατρικό επίπεδο στην Κύπρο ήταν χαμηλό. Παραδέχθηκε ότι σε πολλά πράγματα υπερέβαλλε ο Παραπονούμενος. Του είχαν γίνει ακτινογραφίες και αξονικός έλεγχος. Ο ίδιος τον εξέτασε σίγουρα, 15 με 20 φορές. Εντόπισε τα τραύματα από τις 14/01/2008, που είχε μεταφερθεί στο Νοσοκομείο Λάρνακας και τα οποία κατέγραψε στην Έκθεσή του, Τεκμήριο 39. Εξήγησε την πρακτική που ακολουθείται, δηλαδή όταν εισάγεται ένας ασθενής, αναφέρονται τα συμπτώματα και καταγράφονται τα ευρήματα. Όποτε εμφανιστούν νέα συμπτώματα ή προκύψουν νέα ευρήματα, καταγράφονται στην πορεία νόσου του ασθενούς. Στη συγγραφή της τελικής Έκθεσης, καταγράφεται η όλη πορεία του ασθενούς. Παραδέχθηκε ότι στη δική του Έκθεση, συμπεριλαμβάνονται και τα ευρήματα από την έκθεση του ορθοπεδικού, και η πορεία της νόσου του Παραπονούμενου όπως καταγράφηκε και διαπιστώθηκε από του άλλους ιατρούς.

Ερωτηθείς, κατά πόσο το Τεκμήριο 22 απεικόνιζε τον Παραπονούμενο, ήταν η θέση του ότι δεν μπορούσε να πει. Απλά, ανέφερε ότι στη φωτογραφία 8 του Τεκμηρίου 22, το απεικονιζόμενο πρόσωπο φορά αρραβώνα, ενώ στη φωτογραφία 9 δεν φορά δαχτυλίδι. Όσο αφορά τις φωτογραφίες 8 και 9, ήταν η θέση του ότι αντικατοπτρίζουν μια μικρή απροσδιόριστη εκχύμωση στην επιφάνεια του δεξιού μηρού. Η φωτογραφία 9 αντικατοπτρίζει τον τραυματισμό, 7 με 10 μέρες μετά. Ήταν ο ισχυρισμός του ότι, αναμένεται εντός 48 ωρών η αποκάλυψη όλων των τραυματισμών.

Ερωτηθείς για την κρανιοεγκεφαλική κάκωση, εξήγησε ότι αυτή μπορεί να προκληθεί από οποιοδήποτε χτύπημα στο κεφάλι. Συχνά συμπτώματά της είναι η κεφαλαλγία, η ζάλη, η ναυτία και ο εμετός. Ήταν η θέση του, ότι η κάκωση στον εγκέφαλο δεν μπορεί να διαγνωστεί, ενώ η διάγνωση κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης μπορεί να γίνει από μια φυσική εξέταση, καθώς και από τα συμπτώματα που αναφέρει ο τραυματίας. Η κάκωση εγκεφάλου μπορεί και να μην φανεί στην αξονική τομογραφία. Κατέληξε, ότι τα συμπτώματα που είχαν αναφερθεί από τον Παραπονούμενο και τα κλινικά του ευρήματα, τον είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο ασθενής είχε κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Παραδέχθηκε όμως ότι δεν είχε κάνει εμετό, αλλά είχε πονοκέφαλο και ζάλη, τα οποία συμπτώματα μπορούσαν να προέλθουν και από έντονη συναισθηματική φόρτιση.

Επανεξετασθείς, ισχυρίστηκε ότι η κρανιοεγκεφαλική κάκωση είναι το ίδιο πράγμα με την κάκωση εγκεφάλου.

Τελευταίοι έδωσαν μαρτυρία ο Αστ.718, κ. Γιώρκαλλος και ο Αστ. 1192, κ. Ανδρέου (Μ.Κ.8 και Μ.Κ.9). Και οι δυο υιοθέτησαν το περιεχόμενο των καταθέσεών τους και έγιναν Τεκμήρια 40 και 41. Ο Αστ.718, κ. Γιώρκαλλος (Μ.Κ.8), στην κατάθεσή του αναφέρει ότι στις 15/01/2008 έλαβε αριθμό φωτογραφιών του Cornelius Desmond O Dwyer στο Νοσοκομείο Λάρνακας, κατά τη διάρκεια της ιατροδικαστικής εξέτασής του. Ετοίμασε σχετικό βιβλιάριο με τις φωτογραφίες που έλαβε. Την ίδια μέρα είχε παραλάβει από τον Cornelius Desmond ένα πουκάμισο χρώματος μπλε και ένα σακάκι χρώματος μαύρου τα οποία παρέδωσε στον Αστ.3448. Αναγνώρισε στα Τεκμήρια 3 και 4, ως αυτά που είχε παραλάβει και στο Τεκμήριο 14 τις φωτογραφίες που ο ίδιος είχε λάβει.

Δεν αντεξετάστηκε.

Τελευταίος κατέθεσε ο Αστ.1192, κ. Ανδρέου (Μ.Κ.9), ο οποίος υιοθέτησε και κατέθεσε την κατάθεσή του, Τεκμήριο 41. Στην κατάθεσή του αναφέρει ότι στις 17/01/2008 υπέδειξε στον Παραπονούμενο μια βιντεοκάμερα χρώματος μαύρου, την οποία αναγνώρισε ως δική του. Ο ίδιος είχε λάβει κατάθεση από τον Κατηγορούμενο 3, την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 42.

Ούτε και αυτός αντεξετάστηκε.

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας για την Κατηγορούσα Αρχή, το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του, κάλεσε τους Κατηγορούμενους 1, 2 και 3 σε απολογία. Επέλεξαν να δώσουν ένορκη μαρτυρία. Ο Κατηγορούμενος 1 κατέθεσε γραπτή δήλωση, η οποία έγινε Τεκμήριο 43. Η δική του εκδοχή ήταν ότι στις 14/01/2008, είχαν προγραμματίσει με τον Χαράλαμπο Ττίγγη περιοδεία στα διάφορα έργα. Στις 13:15 επισκέφθηκαν το συγκρότημα Sunset Rose. Ενώ βρισκόντουσαν εκεί, έλαβε τηλεφώνημα από τη Michelle McDonald, η οποία του ανέφερε ότι ο κ. O´Dwyer φωτογράφιζε το σπίτι της και είχε αναστατωθεί. Μαζί με τον Χαράλαμπο Ττίγγη ξεκίνησαν για το σπίτι της κας McDonald. Ο ίδιος γνώριζε τον κ. O´Dwyer λόγω του ότι του είχαν πωλήσει ένα σπίτι στο συγκρότημα Άγιος Σέργιος, Φάση 2. Το 2006, ο κ. O´Dwyer ηρνείτο να καταβάλει τις οφειλόμενες δόσεις για την αγορά της κατοικίας και πρόβαλε ισχυρισμούς ότι του είχαν παρασχεθεί εγγυήσεις, ότι οποιοδήποτε έργο αναπτυσσόταν στα παρακείμενα τεμάχια, δεν θα είχε θέα προς τον κήπο του και στην πισίνα του. Είχαν γίνει διάφορες συναντήσεις στα γραφεία της εταιρείας, όπου ο κ. O´Dwyer ηχογραφούσε το περιεχόμενο των συναντήσεων – συνομιλιών παράνομα, χωρίς τη συγκατάθεση και γνώση του ίδιου. Στις 09/03/2006, ο κ. O´Dwyer πέρασε από τα γραφεία της εταιρείας «Καραγιαννάς« και άφησε στην κα Michelle Anglou μια κάρτα που έγραφε «lyingbuilder.Com The truth about Karayiannas Thurs 10a.m.», εξηγώντας της ότι αν δεν λάμβανε £300.000- ή μια κατοικία ανεξάρτητη, ως διακανονισμό για τη διαφωνία που προέκυψε, θα ξεκινούσε εκστρατεία δυσφήμισης της εταιρείας «Καραγιαννάς» στο διαδίχτυο, με απώτερο στόχο τη δημιουργία σοβαρής οικονομικής ζημιάς. Τόσο ο ίδιος, καθώς και ο πατέρας του, κατάγγειλαν το περιστατικό στην Αστυνομία Παραλιμνίου, στον Λοχία Καπνουλλά, ο οποίος ζήτησε το τηλέφωνο του κ. O´Dwyer για να τον καλέσει στο Σταθμό. Φεύγοντας από τον Αστυνομικό Σταθμό, ο ίδιος με τον πατέρα του, κατευθύνθηκαν στο εργοτάξιο Άγιος Σέργιος 1, το οποίο βρισκόταν σε διαφορετική περιοχή απ’ αυτή που είχε αγοράσει κατοικία ο κ. O´Dwyer και διαπίστωσαν ότι ο κ. O´Dwyer βρισκόταν εκεί, βιντεογραφώντας το εργοτάξιο και μοιράζοντας δυσφημιστικές κάρτες σε ένα ζευγάρι άγγλων, υποψήφιων αγοραστών. Ο Χριστόφορος Καραγιαννάς του ζήτησε να σταματήσει τη βιντεογράφηση και να αποχωρήσει από το εργοτάξιο. Παράλληλα, τηλεφώνησε στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου, όπου του αναφέρθηκε ότι θα έπρεπε να είχε καλέσει τον Αστυνομικό Σταθμό Δερύνειας, εντός της δικαιοδοσίας του οποίου βρίσκεται το συγκεκριμένο εργοτάξιο, αντί του Παραλιμνίου. Στο μεταξύ, έφτασε στο μέρος περιπολικό της Αστυνομίας και τότε ο Χριστόφορος Καραγιαννάς τράβηξε τη κάμερα από τα χέρια του κ. O´Dwyer και αυτή έπεσε στο έδαφος. Ο Αστυνομικός που έφθασε, πήρε τη βιντεοκάμερα και συνόδευσε τον κ. O´Dwyer εκτός του εργοταξίου. Δόθηκαν καταθέσεις και μετά από λίγες μέρες επιδόθηκε στον Μάριο και Χριστόφορο Καραγιαννά κατηγορητήριο, για επίθεση και πρόκληση ζημιάς στη βιντεοκάμερα. Ο κ. O´Dwyer δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε κατηγορητήριο για την παράνομη είσοδό του στο εργοτάξιο και την παράνομη βιντεογράφηση χωρίς τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών. Η υπόθεση εκείνη αναστάληκε, λόγω μη παρουσίας του Παραπονούμενου κατά τη δίκη. Όμως, στις 07/03/2006, ο κ. O´Dwyer υλοποίησε τις απειλές του, ενεργοποιώντας τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα και παρουσιάζοντας σε αυτήν αποσπάσματα των συνομιλιών που είχαν μεταξύ τους, μονταρισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να βγαίνουν συμπεράσματα που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Οι ίδιοι ενημέρωσαν τον δικηγόρο τους, κ. Γεώργιο Πιττάτζιη και του ανέθεσαν να προχωρήσει με τα νενομισμένα δικαστικά μέτρα.

Ήταν η καταγραφείσα θέση του Κατηγορούμενου 1, ότι η συγκεκριμένη ιστοσελίδα παραμένει μέχρι και σήμερα ενεργή και έχει αναβαθμιστεί πολλές φορές. Παράλληλα, εξακολουθεί να συμπεριλαμβάνει υβριστικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, εναντίον της εταιρείας, αλλά και των ιδίων, όπως το «Karayanus».

Αναφορικά με το περιστατικό της 14/01/2008, μετά το τηλεφώνημα της Michelle McDonald, ο ίδιος είχε τηλεφωνήσει στον Αστυνομικό Σταθμό Δερύνειας και τους ανέφερε ότι ο κ. O´Dwyer παρενοχλεί την κα Michelle McDonald. Ενώ κατευθύνονταν μαζί με τον Χαράλαμπο Ττίγγη προς το συγκρότημα Άγιος Σέργιος, Φάση 2, έξω από το καφενείο «FC Frenaros 2000», είδε ένα αυτοκίνητο ενοικιάσεως να έρχεται με ταχύτητα προς το μέρος του και να συγκρούεται μαζί του. Ο ίδιος, δεν είχε ξαναδεί το συγκεκριμένο αυτοκίνητο και ούτε είχε προλάβει να δει τον οδηγό του πριν το ατύχημα. Μετά τη σύγκρουση, αντιλήφθηκε ότι το αυτοκίνητο οδηγείτο από τον κ. O´Dwyer. Κατέβηκε από το δικό του αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το μέρος του κ. O´Dwyer, ο οποίος με τη σειρά του κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Συμπεριφερόταν παράξενα και ενώ μιλούσε στα αγγλικά, δεν απευθυνόταν ούτε προς τον ίδιο, ούτε προς τον Χαράλαμπο Ττίγγη. Στη συνέχεια, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει. Τότε ο ίδιος αντέδρασε και τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο. Ο O´Dwyer άρχισε να καλεί βοήθεια, απομακρινόμενος από κοντά του. Κάθισε στα σκαλιά του καφενείου, τα οποία ήταν 2-3 μέτρα πιο κάτω, συνεχίζοντας να μιλά μόνος του. Στη σκηνή έφτασε και ο Χριστόφορος Καραγιαννάς, μετά παρέλευση 10 λεπτών. Κινήθηκε προς το μέρος του κ. O´Dwyer, φωνάζοντάς του στα ελληνικά και κουνώντας το χέρι του. Όταν τον πλησίασε αρκετά, πρόσεξε ότι κρεμόταν κάτι από το σακάκι του και αμέσως αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για κατασκοπευτική κάμερα και ξεκίνησε να φωνάζει «κάμερα, κάμερα, πάλε έσσιει κάμερα τούτος». Τότε, αντιλαμβανόμενος τη λέξη κάμερα ο κ. O´Dwyer, άρχισε να τρέχει. Τον πρόλαβαν στα 5-6 μέτρα, με σκοπό να του αποσπάσουν την κάμερα για να σταματήσουν τη βιντεογράφηση. Αυτός, στην προσπάθειά του να τους εμποδίσει, πήρε εμβρυακή στάση στο έδαφος και πρόβαλε σφοδρότατη αντίσταση, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος και κλοτσώντας τους. Ο Χριστόφορος Καραγιαννάς τον κρατούσε στο έδαφος από το κεφάλι, ενώ ο ίδιος γονάτισε πάνω στα πόδια του και τον κορμό του, για να σταματήσει να κλοτσά, ενώ ο Χαράλαμπος Ττίγγης έψαχνε για να εντοπίσει πού ακριβώς ήταν κρυμμένη η μικροκάμερα. Η μικροκάμερα ήταν ραμμένη εντός του σακακιού του και αναγκάστηκαν να σκίσουν τη φόδρα για να την αφαιρέσουν. Ο ίδιος την άρπαξε και την πέταξε παραπλεύρως του καφενείου, όπου και βρέθηκε την επόμενη μέρα. Μετά την απόσπαση της μικροκάμερας, ο κ. O´Dwyer αφέθηκε ελεύθερος και πήγε και κάθισε στα σκαλιά του καφενείου. Εκείνη την ώρα έφθασε στη σκηνή ο Αστυφύλακας Χ”Γιάννης. Βλέποντάς τον, ο κ. O´Dwyer σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς το μέρος του, του ανέφερε ότι είχε χτυπηθεί από τους Καραγιαννάδες και του ζήτησε βοήθεια. Κατευθύνθηκαν και οι ίδιοι προς τον Αστυφύλακα, φωνάζοντας πως δεν είχαν εξελιχθεί έτσι τα πράγματα. Ο Αστυφύλακας Χ”Γιάννης μπήκε ανάμεσα στις δύο πλευρές και ζήτησε απ’ όλους να ηρεμήσουν. Στο μεταξύ, έφθασαν στη σκηνή και άλλοι Αστυνομικοί. Ο κ. O´Dwyer, τότε ξεθάρρεψε, πήγε στο αυτοκίνητό του, πήρε μια φωτογραφική μηχανή και ξεκίνησε να φωτογραφίζει, τόσο τους ίδιους καθώς και τη σκηνή του ατυχήματος. Μόλις έβγαλε τις φωτογραφίες, οι Αστυνομικοί τον συνόδευσαν να μπει στο ασθενοφόρο. Ενώ έμπαινε στο ασθενοφόρο, ο ίδιος τον είδε που έβγαλε το φιλμ και τους το επιδείκνυε επιδειχτικά. Καταλήγει, ότι μετά που ηρέμησε, αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για μια καλοσχεδιασμένη παγίδα του κ. O´Dwyer, ο οποίος είχε υπολογίσει τη δική τους αντίδραση και γι’ αυτό στην κατάθεσή του είχε θεωρήσει σωστό να αναφέρει ότι ο κ. O´Dwyer χτυπιόταν από μόνος του.

Κατά την αντεξέτασή του, του υποδείχθηκε η κατάθεσή του, το Τεκμήριο 27, το οποίο αναγνώρισε ως την κατάθεση που είχε δώσει στην Αστυνομία και αποδέχθηκε το περιεχόμενό της. Ερωτηθείς, ισχυρίστηκε ότι η κα McDonalds τον είχε ειδοποιήσει, όταν είδε τον κ. O´Dwyer να βγάζει φωτογραφίες, γιατί δεν είχε κανένα άλλο να τη βοηθήσει, λόγω του ότι ο άντρας της έχει αποβιώσει. Του τηλεφώνησε ότι μετρούσε το πεζοδρόμιο και έβγαζε φωτογραφίες ο κ. O´Dwyer και την παρενοχλούσε. Λόγω του ότι είχαν προηγηθεί και άλλα γεγονότα με τον κ. O´Dwyer, αφού ο ίδιος είχε στο παρελθόν προσπαθήσει να της τηλεφωνήσει και να τη φοβερίσει, ο ίδιος ξεκίνησε να πάει στο σπίτι της κας McDonald. Παραδέχθηκε ότι δεν είχε περάσει μέσα στο σπίτι ο κ. O´Dwyer και ότι απλά φωτογράφισε τόσο την ίδια καθώς και το σπίτι, ενώ μέτρησε, με μετροταινία, το πεζοδρόμιο και την περίφραξη. Ήταν η θέση του, ότι δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα το συγκεκριμένο άτομο να βρίσκεται έξω από το σπίτι και να φωτογραφίζει, τόσο το σπίτι καθώς και τη συγκεκριμένη κυρία. Επέμενε στη θέση του ότι δεν είχε αγοράσει το σπίτι η κα McDonald, αλλά η εταιρεία τους είχε αναλάβει υποχρέωση, όταν ξεκαθαρίσει η υπόθεση με τον κ. O´Dwyer, να της το πωλήσει. Ακριβώς, λόγω του δικού της τηλεφωνήματος, ο ίδιος τηλεφώνησε στην Αστυνομία ενώ κατευθυνόταν προς το σπίτι, έχοντας υπόψη και το επεισόδιο του 2006. Μαζί του ήταν και ο κ. Ττίγγης. Αρνήθηκε την υποβολή ότι είχε πάρει τον κ. Ττίγγη μαζί του για ασφάλεια, γιατί είχε προσχεδιάσει το συμβάν. Υποστήριξε ότι βρίσκονταν και οι δύο σε περιοδεία για να δουν κάποιες δουλειές και ότι όποτε χρειαστεί μπορεί και τα βγάζει πέρα μόνος του, αφού υπηρέτησε στις τάξεις των Υπόγειων Καταδρομών. Επίσης, αρνήθηκε ότι είχε αναφέρει στην Αστυνομία ότι «θα τον κάμει μαύρο από το ξύλο» και ισχυρίστηκε ότι αυτό που τους ανέφερε ήταν να προσέλθουν γρήγορα για να μην δημιουργηθούν άλλα προβλήματα. Εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος γνώριζε ότι ηχογραφούνται τα τηλεφωνήματα προς την Αστυνομία και δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο. Το τηλεφώνημα προς την Αστυνομία έγινε γιατί υπήρχε και το επεισόδιο του 2006, όπου και πάλι είχαν βρεθεί κατηγορούμενοι, ενώ οι ίδιοι είχαν τηλεφωνήσει και είχαν ειδοποιήσει για παράνομη είσοδο του κ. O´Dwyer στο εργοτάξιο Άγιος Σέργιος, Φάση 1, το οποίο βρισκόταν σε άλλη περιοχή.

Όσο αφορά τη συμφωνία πώλησης του σπιτιού στον κ. O´Dwyer, ισχυρίστηκε ότι του είχε καταβληθεί το ποσό των Λ.Κ.66.000-, όμως η συμφωνία είχε ακυρωθεί, λόγω διαφορών στις πληρωμές και συγκεκριμένα πληρωμές που δεν είχαν γίνει. Το ποσό που είχε καταβληθεί κατακρατείται μέχρι να ξεκαθαρίσει η ιστορία από το Δικαστήριο. Όταν γίνει αυτό, τότε θα πωληθεί το σπίτι. Προώθησε τη θέση ότι ο κ. O´Dwyer είχε απαιτήσει την καταβολή του ποσού Λ.Κ.300.000- ή την παραχώρηση μιας άλλης κατοικίας σε κάποιο άλλο χώρο, η οποία θα ήταν μόνη της. Αυτό έγινε μετά που ο κ. O´Dwyer είχε δώσει, το 2006, την προειδοποιητική κάρτα στη γραμματέα του, η οποία έγραφε “www.lyingbuilders,thursday10am”. Ήταν ο ισχυρισμός του, ότι ουδέποτε είχαν αρνηθεί να του επιστρέψουν τα λεφτά, όμως δεν υπήρχε περιθώριο για μια τέτοια ενέργεια, γιατί ο ίδιος δεν αποδεχόταν. Συνάμα όμως, δεν είχε γίνει από τον ίδιο κάποια πρόταση για το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό, παρά μόνο έγιναν παράλογες απαιτήσεις.

Ερωτηθείς, υποστήριξε ότι ο κ. O´Dwyer είχε ξεκινήσει ένα καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα εναντίον των ιδίων και της εταιρείας τους. Είχε ξεκινήσει πριν από το επεισόδιο του 2006, αφού στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους, στο γραφείο της εταιρείας «Καραγιαννάς», ο κ. O´Dwyer ηχογραφούσε οποιαδήποτε συνομιλία, ακόμα και τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, χωρίς οποιαδήποτε συγκατάθεση.

Όσο αφορά το αυτοκινητιστικό ατύχημα, ήταν η δική του θέση ότι ο ίδιος δεν γνώριζε ποιο αυτοκίνητο κρατούσε ο κ. O´Dwyer. Απλά του είχε αναφερθεί ότι κρατούσε ένα αυτοκίνητο ενοικιάσεως. Ο ίδιος στρίβοντας είδε ένα αυτοκίνητο να κατευθύνεται προς αυτόν πολύ γρήγορα και να καταλαμβάνει τη δική του πλευρά, λόγω του ότι ο δρόμος στο συγκεκριμένο τόπο είναι πολύ στενός και το Σωματείο «F.C. Frenaros 2000», βρίσκεται πάνω στο δρόμο. Επέμενε ότι ήταν ο κ. O´Dwyer που μπήκε στη δική του πλευρά και χτύπησε στο αυτοκίνητο και αυτό μπορούσε να διαπιστωθεί και από τις φωτογραφίες. Ισχυρίστηκε ότι, αν η Αστυνομία έκαμνε σωστά τη δουλειά της από το πρώτο επεισόδιο το 2006, δεν θα γινόταν οτιδήποτε μετά. Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 12, οι φωτογραφίες, αναγνώρισε τη σκηνή του δυστυχήματος. Ερωτηθείς για τη φωτογραφία 4, ήταν η θέση του ότι δείχνει οριακά το δικό του αυτοκίνητο να περνά την άσπρη γραμμή και αυτό ήταν γιατί ο δρόμος εκεί είναι πολύ στενός και η περίφραξη του Σωματείου «F.C. Frenaros 2000» βρίσκεται στο δρόμο. Ο ίδιος προσπαθούσε να στρίψει και δεν είχε φτάσει να μπει στη λωρίδα του. Υπέδειξε στη φωτογραφία 7 του Τεκμηρίου 13, το αυτοκίνητο του κ. O´Dwyer, να βρίσκεται σε γωνιά, στη δική του πορεία.

Μετά τη σύγκρουση, ήταν ο ισχυρισμός του, κατέβηκε από το αυτοκίνητο και τότε ήταν που αντιλήφθηκε ότι το άλλο αυτοκίνητο οδηγείτο από τον κ. O´Dwyer. Αρχικά δεν θύμωσε, αλλά όταν τον εξύβρισε και ξεκίνησε να έρχεται προς το μέρος του, μιλώντας περίεργα και στον εαυτό του, εκνευρίστηκε. Ερωτηθείς, για την κατάθεση που είχε δώσει όταν είχε γίνει το συγκεκριμένο περιστατικό, ισχυρίστηκε ότι ήταν λίγο συγχυσμένος και δεν ήθελε να εμπλακεί σε άλλες ιστορίες, γιατί ο κ. O´Dwyer τους είχε εξευτελίσει μέσω του διαδικτύου. Δεν είχε καμιά πρόθεση, ήταν η θέση του, να εμπλακεί στο δυστύχημα με τον κ. O´Dwyer και να του δώσει αφορμή για να τους βάλει ξανά στο διαδίκτυο. Όταν κατάλαβε ότι είχε μπλέξει σε μια καλοστημένη παγίδα, μετά που του είχε αναφέρει ο πατέρας του ότι μαζί με τον κ. O´Dwyer ήταν και ο φίλος του, ο Martin Mott, τότε συγχύστηκε γιατί αντιλήφθηκε ότι είχε εμπλακεί σε κάτι πολύ προσχεδιασμένο.

Αρνήθηκε την υποβολή ότι ήταν εκνευρισμένος και θυμωμένος. Θύμωσε μόνο μετά που τον εξύβρισε ο Παραπονούμενος και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, μιλώντας στον εαυτό του και προκαλώντας τον. Τον είχε εξυβρίσει σε σημείο που δεν μπορούσε να αντέξει μπροστά στον κόσμο και όταν αντιλήφθηκε ότι ερχόταν προς το μέρος του, του έδωσε μια γροθιά στο μάτι και στη μύτη. Τον χτύπησε μια και μοναδική φορά και από τη μύτη του έτρεξαν λίγες σταγόνες αίματος. Ο ίδιος το είχε κάνει θεαματικό, τρίβοντας τα αίματα στη μούρη του. Αναγνώρισε στη φωτογραφία 8 του Τεκμηρίου 12, τις μικρές σταγόνες αίματος από τη μύτη του κ. O´Dwyer.

Ο κ. O´Dwyer έλεγε συνέχεια «bastard, I´ve got you now» και ο ίδιος είχε αντιληφθεί ότι σκοπός του ήταν να βάλει τις φωτογραφίες που είχε βγάλει και τις ηχογραφήσεις στις οποίες είχε προβεί, στο διαδίκτυο, για να τους ρεζιλέψει παγκοσμίως, αφού συνέχεια τους προκαλούσε, ακόμα και όταν δεν ήταν στην Κύπρο. Ο πατέρας του είχε έρθει στη σκηνή λίγα λεπτά μετά τη γροθιά. Κατευθύνθηκε προς το μέρος του κ. O´Dwyer φωνάζοντάς του «μας μπέρτεψες, δεν ντρέπεσαι»; Τότε ήταν που κατάλαβε ότι κρεμόταν από το σακάκι του κ. O´Dwyer ένα κουμπί και φώναξε «κάμερα, κάμερα». Ο κ. O´Dwyer έτρεξε για να φύγει, αλλά τον πρόφτασαν στα 5-6 μέτρα. Έπεσε στο έδαφος σε εμβρυακή στάση, για να προστατεύσει την κατασκοπευτική κάμερα και ο ίδιος μαζί με τον πατέρα του και τον κ. Ττίγγη προσπάθησαν να του αποσπάσουν την κάμερα. Λόγω του ότι έφερε μεγάλη αντίσταση, κλοτσούσε συνεχώς, γονάτισε ο ίδιος πάνω στο πόδι του στο εσωτερικό του μέρος και ο πατέρας του κρατούσε το κεφάλι του. Η κάμερα ήταν τόσο καλά κρυμμένη, που μπορούσε κάποιος να αντιληφθεί τον προσχεδιασμό τον οποίο είχε κάνει ο κ. O´Dwyer. Αρνήθηκε την υποβολή ότι ο πατέρας του είχε βάλει το πόδι του στην κεφαλή του κ. O´Dwyer. Ήταν ο ισχυρισμός του ότι αν ο πατέρας του έβαζε στο κεφάλι του κ. O´Dwyer την μπότα του, όπως ισχυρίζεται, το μάγουλό του θα ήταν σαν ξεφλουδισμένο μήλο, λόγω του ότι το έδαφος εκεί είναι ανώμαλο. Επίσης, αρνήθηκε την υποβολή ότι ο ίδιος τον είχε κλοτσήσει στα νεφρά και ισχυρίστηκε ότι είχε καταλάβει ότι γινόταν κάτι παράνομο εναντίον του, γι’ αυτό και είχε προσπαθήσει να πιάσει την κάμερα, την οποία είχε τελλαρισμένη πάνω του, μέσα από το σακάκι του. Ψαχούλευαν τρεις άνθρωποι και δεν την έβρισκαν. Την βρήκε ο κ. Ττίγγης και ο ίδιος την άρπαξε από το χέρι του και την πέταξε παραπλεύρως του Σωματείου. Αρνήθηκε την υποβολή ότι ο κ. Ττίγγης είχε χτυπήσει τον O´Dwyer και ισχυρίστηκε ότι απλά τον ψαχούλευε στην κοιλιά και στο στήθος για να βγάλει την κάμερα μέσα από το σακάκι του. Ήταν ο ισχυρισμός του ότι ο ίδιος δεν είχε πρόθεση να τον χτυπήσει, όμως ο ίδιος τον είχε προκαλέσει εξυβρίζοντάς τον. Αν πράγματι είχε τέτοια πρόθεση, θα το έπραττε, αλλά όχι στην παρουσία τόσων πολλών ατόμων και στο μέσω του χωριού όπου διέμενε λίγο πιο κάτω η οικογένειά του. Ήταν, κατά την άποψή του, μια καλοστημένη παγίδα και λόγω των όσων είχαν προηγηθεί και του συνεχούς εξευτελισμού της εταιρείας του μέσω του διαδικτύου, αντέδρασε με αυτό τον τρόπο. Είχε φτάσει μέχρι του σημείου να προβεί σε πικετοφορία, σε έκθεση που είχε γίνει στην Αγγλία, για την πώληση ακινήτων, προκαλώντας μεγάλη ζημιά στην εταιρεία «Καραγιαννάς». Κατέληξε, ότι αν ήταν αλήθεια τα όσα έλεγε ο κ. O´Dwyer, δηλαδή ότι και οι τρεις του είχαν δώσει κλοτσιές και μπουνιές, η έκταση του τραυματισμού του θα ήταν πολύ μεγαλύτερη και θα υπήρχε σίγουρα και κάποιο σπάσιμο.

Μαρτυρία δόθηκε στη μορφή της γραπτής δήλωσης και από τον Κατηγορούμενο 2. Η γραπτή του δήλωση έγινε Τεκμήριο 45. Σε αυτή καταγράφεται ότι στις 14/01/2008 και ενώ ο ίδιος βρισκόταν στο δρόμο Φρενάρου-Αυγόρου, δέχθηκε τηλεφώνημα από την κα Άγγλου, εργοδοτούμενή του, ότι είχε πάρει τηλέφωνο η κα McDonald και της είχε αναφέρει ότι έξω από το σπίτι της βρισκόταν ο κ. O Dwyer, ο οποίος προέβαινε σε μετρήσεις και φωτογράφιζε εντός του σπιτιού. Του ανέφερε επίσης, ότι ο Μάριος Καραγιαννάς είχε ήδη ειδοποιηθεί και θα καλούσε την Αστυνομία. Με τον κ. O Dwyer υπήρχαν διαφορές από το 2006, αναφορικά με μια κατοικία που είχε αγοράσει. Οι διαφορές προέκυψαν κατά την εκτέλεση της συμφωνίας πώλησης του σπιτιού, στο οποίο κατοικούσε η κα McDonald. Λόγω του ότι ο κ. O Dwyer δεν είχε καταβάλει τις δύο δόσεις που όφειλε σύμφωνα με το συμβόλαιο, του στάλθηκαν επιστολές, πλην όμως, αντί να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά, ισχυρίστηκε ότι του είχαν παραχωρηθεί εγγυήσεις πως στα διπλανά χωράφια, που ανήκουν στην εταιρεία «Καραγιαννάς», δεν θα χτιζόταν οποιαδήποτε διώροφη κατοικία, έτσι ώστε η ιδιωτικότητα του δικού του σπιτιού να παραμείνει άθικτη. Έγιναν συναντήσεις με σκοπό εξεύρεσης λύσης στο πρόβλημα. Στις 09/03/2006, ο κ. O Dwyer παρέδωσε στην κα Άγγλου, στα γραφεία της εταιρείας «Καραγιαννάς», μια κάρτα που έγραφε πάνω «Lyingbuilders.com. Τhe truth about Karayiannas, Thurs. 10:00a.m.». Της εξήγησε ότι, εάν μέχρι την Πέμπτη η ώρα 10:00 δεν λάμβανε Λ.Κ.300.000- ή μια ανεξάρτητη κατοικία σαν διακανονισμό στην ισχυριζόμενη διαφωνία, θα δυσφημούσε, μέσω της συγκεκριμένης ιστοσελίδας, την εταιρεία «Καραγιαννάς». Μετά από την ενημέρωσή τους για το γεγονός αυτό από την κα Άγγλου, ο ίδιος μαζί με τον γιο του τον Μάριο, κατευθύνθηκαν στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου για να καταγγείλουν το περιστατικό. Κατάγγειλαν προφορικά το περιστατικό στον κ. Καπνουλά, ο οποίος ζήτησε να του παραχωρήσουν το τηλέφωνο του κ. O Dwyer, για να τον καλέσει σε ανάκριση. Του τηλεφώνησε μπροστά τους, αλλά ο κ. O Dwyer είχε το τηλέφωνό του κλειστό. Ο κ. Καπνουλάς τους καθησύχασε ότι ήταν πλέον δουλειά της Αστυνομίας.

Μετά την αποχώρησή τους από την Αστυνομία Παραλιμνίου, κατά την άφιξή τους στο εργοτάξιο Άγιος Σέργιος 1, είδαν στο χώρο ένα αυτοκίνητο ενοικιάσεως, το οποίο τους προκάλεσε την περιέργεια, αφού υπήρχαν πινακίδες οι οποίες απαγόρευαν την είσοδο στο χώρο χωρίς εξουσιοδότηση. Διαπίστωσαν ότι βρισκόταν στο χώρο ο κ. O´Dwyer, ο οποίος κρατούσε μια βιντεοκάμερα και βιντεογραφούσε, ενώ παράλληλα έδινε κάρτες με την πρόταση «Lying Builders.com.» σε ένα ζευγάρι Άγγλων, υποψήφιων αγοραστών. Του ζητήθηκε να αποχωρήσει από το χώρο και ο γιος του Μάριος τηλεφώνησε στον κ. Καπνουλά και τον ενημέρωσε για το τι είχε συμβεί. Τότε ήταν που του αναφέρθηκε ότι το εργοτάξιο του Άγιος Σέργιος 1, βρισκόταν εντός της δικαιοδοσίας του Αστυνομικού Σταθμού Δερύνειας και θα έπρεπε το συγκεκριμένο περιστατικό να καταγγελθεί εκεί. Ο Μάριος Καραγιαννάς τηλεφώνησε στον Αστυνομικό Σταθμό Δερύνειας, κατάγγειλε το περιστατικό και τους ζήτησε να επέμβουν για να μετακινηθεί ο κ. O’ Dwyer από το χώρο. Λόγω του ότι ο κ. O’ Dwyer συνέχιζε να βιντεογραφεί, ο ίδιος του τράβηξε τη κάμερα, η οποία έπεσε στο έδαφος και έσπασε. Όμως, υπάρχουν στιγμιότυπα από το συγκεκριμένο περιστατικό στην ιστοσελίδα του κ. O’ Dwyer. Λίγο μετά, κατέφθασε και η Αστυνομία, η οποία παρέλαβε την κάμερα και συνόδευσε τον κ. O’ Dwyer εκτός του εργοταξίου. Ζητήθηκε τόσο από τον ίδιο, καθώς και από τον γιο του, όπως μεταβούν στον Αστυνομικό Σταθμό, όμως η Αστυνομία δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα εναντίον του για την παράνομη είσοδό του στο εργοτάξιο και τις παράνομες βιντεογραφήσεις, αλλά αντίθετα, επέδωσε στους ίδιους κατηγορητήριο που αφορούσε το αδίκημα της επίθεσης και της καταστροφής της βιντεοκάμερας του κ. O´Dwyer. Η υπόθεση αναστάληκε λόγω μη εντοπισμού του κ. O´Dwyer.

Ο κ. O´Dwyer ανέβασε στο διαδίκτυο την ιστοσελίδα, στις 10/03/2006, στην οποία έβαλε τις παράνομες ηχογραφήσεις στις οποίες είχε προβεί κατά τις συναντήσεις που είχαν γίνει για σκοπούς διακανονισμού, μοντάροντάς τες με τέτοιο τρόπο, που να διαστρεβλώνεται η αλήθεια. Τότε ζήτησαν νομική συμβουλή από τον τότε νομικό τους σύμβουλο, τον κ. Πιττάτζιη, ο οποίος τους συμβούλευσε να διακόψουν το αγοραπωλητήριο έγγραφο και να προχωρήσουν με αγωγή ακύρωσης του συμβολαίου. Όσο αφορά την ιστοσελίδα, τους συμβούλευσε να καταχωρήσουν αγωγή λιβέλου. Στάλθηκε επιστολή από τον κ. Πιττάτζιη, τόσο στον κ. O´Dwyer καθώς και στους πληρεξούσιους δικηγόρους του στην Κύπρο. Με την παραλαβή της επιστολής, οι δικηγόροι του κ. O´Dwyer, έχοντας στην κατοχή τους μια επιταγή ύψους Λ.Κ.26.000-, επισκέφθηκαν τα γραφεία της εταιρείας «Καραγιαννάς», για να πληρώσουν μία εκ των δύο καθυστερημένων δόσεων. Ο Μάριος Καραγιαννάς δεν αποδέχθηκε τα χρήματα, αναφέροντας ότι είχαν ήδη ληφθεί νομικά μέτρα. Έκτοτε, ο κ. O´Dwyer έχει δυσφημίσει πάμπολλες φορές την εταιρεία «Καραγιαννάς», στο διαδίκτυο, στην τηλεόραση, στα ξένα και κυπριακά έντυπα, καθώς και σε διάφορες εκθέσεις ακινήτων, προκαλώντας στην εταιρεία τεράστια οικονομική ζημιά και ανεπανόρθωτη βλάβη.

Στις 14/01/2008, μετά το τηλεφώνημα της κας Άγγλου, λόγω του ότι βρισκόταν πολύ κοντά στο Άγιος Σέργιος 2, κατευθύνθηκε προς το σπίτι όπου διέμενε η κα Macdonald και πρόσεξε ένα κόκκινο αυτοκίνητο σταθμευμένο στο απέναντι χωράφι από το συγκεκριμένο σπίτι. Λόγω του ότι σπάνια βρίσκεται οποιοδήποτε αυτοκίνητο στο χώρο εκείνο, γιατί υπάρχει δίπλα του ένας παλαιός ανεμόμυλος και ο δρόμος καταλήγει σε αδιέξοδο, ο ίδιος κατευθύνθηκε προς το μέρος του ανεμόμυλου να διερευνήσει το σκοπό ύπαρξης του αυτοκινήτου αυτού στο συγκεκριμένο χώρο. Πρόσεξε ότι στο κόκκινο αυτοκίνητο βρισκόταν ένα άτομο με το κεφάλι του εκτός του αυτοκινήτου και κρατούσε μια βιντεοκάμερα και κινηματογραφούσε το σπίτι έξω από το οποίο ήταν ο κ. O´Dwyer. Στο κεφάλι του φορούσε ένα καπέλο και πάνω σε αυτό βρισκόταν μια δεύτερη βιντεοκάμερα. Τον πλησίασε και με χειρονομίες τον ρώτησε το λόγο που βρισκόταν στο συγκεκριμένο μέρος. Ο οδηγός του, του έδειξε τα απέναντι σπίτια. Γυρίζοντας το βλέμμα του προς τα σπίτια, πρόσεξε ένα άτομο έξω από το σπίτι που διέμενε η κα McDonald. Έβαλε όπισθεν και στάθμευσε το δικό του αυτοκίνητο πίσω από το κόκκινο, με σκοπό να το περιορίσει εκεί μέχρι να φθάσει στο μέρος η Αστυνομία. Στο μεταξύ, ο κύριος που βρισκόταν έξω από το σπίτι που διέμενε η κα McDonalds μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε προς το χωριό με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Σε λιγότερο από τρία λεπτά, του τηλεφώνησε ο γιος του ότι είχε συγκρουστεί με τον κ. O´Dwyer στην πλατεία του Φρενάρου, δίπλα από το Σωματείο «F.C. Frenaros 2000». Ο ίδιος κατευθύνθηκε στη σκηνή του ατυχήματος για να διαπιστώσει τι είχε συμβεί. Φτάνοντας, διαπίστωσε ότι είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος στη σκηνή. Κατευθύνθηκε τρέχοντας προς το γιο του και μόλις διαπίστωσε ότι ήταν καλά, κατευθύνθηκε προς τον κ. O´Dwyer, ο οποίος καθόταν στα σκαλιά του Σωματείου «F.C. Frenaros 2000», σκυφτός. Του φώναξε, κουνώντας τα χέρια του και μόλις τον πλησίασε στα 1-2 μέτρα, αυτός σηκώθηκε και τότε άκουσε τον γιο του Μάριο να φωνάζει «κάμερα, κάμερα». Μόλις άκουσε τη λέξη «κάμερα» ο κ. O´Dwyer, έτρεξε να φύγει, αλλά τον πρόφτασαν στα 5-6 μέτρα. Όταν τον έφτασαν, έπεσε στο έδαφος και πήρε εμβρυακή στάση. Ο ίδιος προσπάθησε να τον κρατήσει από το κεφάλι με σκοπό να τον ακινητοποιήσει, για να αφαιρεθεί η κάμερα από πάνω του, λόγω του ότι γνώριζαν ότι δεν δικαιούτο να βιντεογραφεί χωρίς τη θέλησή τους. Όμως, ο κ. O´Dwyer αντιστεκόταν σφοδρά και αναγκάστηκε να του κρατά το κεφάλι με τα δύο χέρια, ενώ ο γιος του γονάτισε πάνω του, προσπαθώντας να τον ακινητοποιήσει. Ο κ. Ττίγγης ψαχούλευε το στήθος του για να βρει τη μικροκάμερα. Είδε τον γιο του να αρπάζει μια συσκευή που έμοιαζε με ραδιοφωνάκι και να την πετά στο πλάι του Σωματείου «F.C. Frenaros 2000» και αμέσως ο κ. O´Dwyer αφέθηκε ελεύθερος. Σηκώθηκε, ο κ. O´Dwyer, από το έδαφος και πήγε και έκατσε στα σκαλιά του Σωματείου. Μόλις όμως είδε τον Αστ. Χατζηγιάννη, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, φωνάζοντας ότι τον είχαν χτυπήσει και ζητώντας βοήθεια. Κατευθύνθηκαν και οι ίδιοι προς το μέρος του Αστυφύλακα, προσπαθώντας να του εξηγήσουν τι είχε συμβεί. Ο Αστ. Χατζηγιάννης τους ζήτησε να ηρεμήσουν και εν τω μεταξύ στο μέρος είχαν φθάσει και άλλοι αστυνομικοί, καθώς και ένα ασθενοφόρο. Βλέποντας τους άλλους αστυνομικούς, ο κ. O´Dwyer κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του και πήρε στα χέρια του μια φωτογραφική κάμερα και ξεκίνησε να βγάζει φωτογραφίες. Ο ίδιος θύμωσε και το ανέφερε στους Αστυνομικούς, οι οποίοι δεν αντέδρασαν. Όταν μπήκε στο ασθενοφόρο, έβγαλε το φιλμ από τη φωτογραφική, τους το έδειξε και το τοποθέτησε στην τσέπη του. Μετά από δύο μέρες, που ο ίδιος είχε ηρεμήσει, κατάλαβε τι είχε συμβεί και ότι όλο το επεισόδιο ήταν προσχεδιασμένο για να υπάρχει υλικό για δυσφήμιση στο διαδίκτυο.

Κατά την αντεξέταση του Κατηγορούμενου 2, του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 37, το οποίο αναγνώρισε ως την κατάθεση που είχε δώσει στην Αστυνομία και υιοθέτησε το περιεχόμενό της. Ήταν η θέση του, ότι ο κ. O´Dwyer είχε αγοράσει κατοικία στο συγκρότημα Άγιος Σέργιος 2, το οποίο βρίσκεται στο Φρέναρος, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου από την πλατεία του Φρενάρου που έγινε το δυστύχημα. Ερωτηθείς, υποστήριξε ότι όσο αφορά το τι είχε συμβεί το 2006, ο δικηγόρος της εταιρείας προέβη σε καταγγελία την επόμενη μέρα, μετά το συμβάν και ήταν η ημερομηνία στην οποία ο κ. O´Dwyer είχε επισκεφθεί το γραφείο της εταιρείας τους και τους απειλούσε αναφορικά με την ιστοσελίδα. Οι ίδιοι είχαν αναφέρει στον κ. Καπνουλά το τι είχε συμβεί, ο οποίος είχε τηλεφωνήσει στην παρουσία τους στον κ. O´Dwyer, ο οποίος δεν απαντούσε το τηλέφωνό του και τους είχε υποσχεθεί ότι θα του τηλεφωνούσε στη συνέχεια. Ενώ έφευγαν από τον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου, όταν έφθασαν στο Άγιος Σέργιος 1, βρήκαν μέσα στο εργοτάξιο τον κ. O´Dwyer. Στο εργοτάξιο υπήρχε η συνηθισμένη ταμπέλλα «Απαγορεύεται η είσοδος στους μη έχοντας εργασία».

Ερωτηθείς για το επίδικο επεισόδιο, ήταν η θέση του ότι η κα Άγγλου, η οποία εργάζεται στα γραφεία του, του είχε τηλεφωνήσει και του είχε αναφέρει ότι ο κ. O´Dwyer βρισκόταν έξω από το σπίτι της κ. Macdonald και φωτογράφιζε, έξω από το σπίτι, από το πεζοδρόμιο καθώς και μέσα στο σπίτι. Του είχε επίσης αναφέρει ότι είχε τηλεφωνήσει του Μάριου, ο οποίος με τη σειρά του είχε ειδοποιήσει την Αστυνομία. Το τηλεφώνημα αυτό το είχε λάβει ενώ βρισκόταν κοντά στο εργοτάξιο του συγκροτήματος Άγιος Σέργιος 2 και πλησίασε το συγκρότημα, όπου και είδε ένα κόκκινο αυτοκίνητο μέσα στα χωράφια. Του φάνηκε παράξενο, γιατί κανένα αυτοκίνητο δεν πάει εκεί λόγω του ότι είναι αδιέξοδο και πλησίασε το αυτοκίνητο. Είδε κάποιον κύριο να έχει το κεφάλι του έξω από το αυτοκίνητο και να κρατά μια κάμερα και να κινηματογραφεί. Τον πλησίασε και όταν το άτομο που ήταν μέσα στο αυτοκίνητο, τον αντιλήφθηκε, έκλεισε το παράθυρο. Ο ίδιος του έκανε νόημα με το χέρι του, γιατί δεν μιλά καλά αγγλικά και τότε, το άτομο στο αυτοκίνητο του έδειξε το σπίτι απέναντι, της κας McDonald καθώς και ένα μαύρο αυτοκίνητο και ένα άτομο, το οποίο αρχικά ο ίδιος δεν μπορούσε να αναγνωρίσει, αλλά στη συνέχεια διαπίστωσε ότι ήταν ο κ. O´Dwyer. Ο ίδιος έμεινε να περιμένει στο συγκεκριμένο σημείο μέχρι να έρθει η Αστυνομία, αφού γνώριζε ότι είχε ειδοποιηθεί ο γιός του. Παρέμεινε πίσω από το κόκκινο αυτοκίνητο μέχρι που το μαύρο αυτοκίνητο έφυγε με κατεύθυνση το σημείο όπου ήταν ο ίδιος. Για κακή τύχη του κ. O’ Dwyer, στην προσπάθεια να τον πλησιάσει, είχε δυστύχημα με τον γιο του, στο κέντρο του Φρενάρους. Ήταν ο ισχυρισμός του, ότι σκοπός του κ. O´Dwyer ήταν να πλησιάσει το σημείο που ο ίδιος είχε εγκλωβίσει το φίλο του, για να βιντεογραφήσει τη σκηνή και να τη δείχνει στη συνέχεια, για να καταστρέψει τη ζωή των Καραγιαννάδων.

Αποχώρησε από το μέρος όταν του τηλεφώνησε ο γιος του ότι είχε εμπλακεί σε δυστύχημα με τον κ. O´Dwyer. Παραδέχθηκε ότι κάπνιζε πούρο όταν έφτασε στη σκηνή και ότι όταν κατέβηκε από το αυτοκίνητό του, τον πέταξε στο έδαφος. Βρήκε τον γιο του να στέκεται λίγα μέτρα πιο πίσω από τον κ. O´Dwyer και τον κ. O´Dwyer να κάθεται στα σκαλιά του Σωματείου «F. C. Frenaros 2000».

Ερωτηθείς ξανά για την κατάθεσή του, ήταν η θέση του ότι την είχε δώσει τρεις μέρες μετά το επεισόδιο, αλλά όταν κατάλαβε την παγίδα που είχε στήσει ο κ. O´Dwyer, είχε σκεφτεί να πει κάτι για να επιβαρύνει τη θέση του. Όμως, ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι η αλήθεια είναι αυτά που ανέφερε στο Δικαστήριο. Έτσι είχε κρίνει ότι έπρεπε να πράξει εκείνη τη στιγμή για να προστατευτεί.

Όταν του υποβλήθηκε ότι επιτέθηκε του κ. O´Dwyer, το αρνήθηκε και ισχυρίστηκε ότι ο κ. O´Dwyer είχε έρθει στην Κύπρο με πρόγραμμα να γυρίσει μια κασέτα και να τους ρεζιλεύει στο διαδίκτυο. Ήταν οργανωμένος εκβιαστής, κατά την άποψη του Κατηγορούμενου 2, γιατί, αν πρόθεσή του ήταν να τραβήξει δέκα φωτογραφίες του σπιτιού που είχε αγοράσει και να φύγει, θα το έκανε χωρίς να τον δει κανένας άλλος, μέσα σε τρία λεπτά και δεν θα χρειαζόταν ούτε συνεργάτη, ούτε δύο κατασκοπευτικές κάμερες μέσα στο σακάκι του. Ήταν περαιτέρω ο ισχυρισμός του, ότι επιδειχτικά έβγαζε τις φωτογραφίες ο κ. O´Dwyer, για να τους προκαλέσει και για να πετύχει το σκοπό για τον οποίο ήρθε στην Κύπρο. Έθεσε το ερώτημα, σε τι θα εξυπηρετούσε το μέτρημα του πεζοδρομίου ή και η φωτογράφιση της γυναίκας μέσα στο σπίτι της και στην αυλή της, στη δίκη για ακύρωση του συμβολαίου. Θα μπορούσε, ήταν η δική του άποψη, να περάσει αθόρυβα από το σπίτι και να βγάλει 50 φωτογραφίες, χωρίς να τον δει οποιοσδήποτε. Όμως αυτός το έκανε με τέτοιο τρόπο, για να προκαλέσει και να εκβιάσει, έτσι ώστε να πετύχει το σκοπό του. Ήταν όλα προμελετημένα.

Όσο αφορά την υποβολή ότι απέκοψε το δρόμο του Martin Mott, ήταν η δική του θέση ότι απλά περίμενε εκεί που ήταν το αυτοκίνητο του Martin Mott, μέχρι που να έρθει η Αστυνομία. Ο Martin Mott βρισκόταν σε απόσταση 100 μέτρα από το χώρο που ήταν ο φίλος του, με το κεφάλι έξω από το αυτοκίνητο και κινηματογραφούσε με δύο κάμερες. Τη δεδομένη στιγμή, ο ίδιος μπορούσε να δει τον άνθρωπο τον οποίο κινηματογραφούσε και αντιλήφθηκε ότι ήταν ο κ. O´Dwyer, γιατί τον είχαν ειδοποιήσει ότι ήταν έξω από το σπίτι. Έμεινε εκεί περιμένοντας την Αστυνομία και αποχώρησε μόνο μετά το τηλεφώνημα του γιου του για το δυστύχημα με τον κ. O´Dwyer.

Στο χώρο του δυστυχήματος, ο ίδιος αρχικά κατευθύνθηκε στο γιο του και στη συνέχεια γύρισε προς τον κ. O´Dwyer και του είπε κάτι στα ελληνικά, γιατί, κατά την άποψή του, καταλαβαίνει και ελληνικά. Πλησίασε τον κ. O´Dwyer στα δύο μέτρα και τότε ο γιος του, του φώναξε ότι είχε απάνω του κάμερες. Όταν ο κ. O´Dwyer κατάλαβε ότι είχαν αντιληφθεί τη κάμερα που είχε απάνω του, έτρεξε να φύγει και αυτοί τον ακολούθησαν. Παραδέχθηκε ότι τον έβαλαν στο έδαφος για να του πιάσουν την κάμερα που είχε στο σώμα του. Ο O´Dwyer πήρε εμβρυακή θέση για να την προστατεύσει στο στήθος του. Δεν υπήρχε κανένας λόγος, κατά την άποψή του, να τον δέρει ο Καραγιαννάς στην παρουσία 50 ατόμων. Η εταιρεία «Καραγιαννάς», τότε απασχολούσε πέραν των 400 ατόμων. Δεν είχε καμιά ανάγκη, ήταν η θέση του, ο Καραγιαννάς ή ο γιος του, να κυνηγήσουν τον κ. O´Dwyer στην πλατεία του Φρενάρους και να τον χτυπήσουν. Αν ήθελαν, θα μπορούσαν να βάλουν άλλους να το κάνουν, αφού στα 300 μέτρα βρίσκεται το σπίτι του γιου του και τα εγγόνια του.

Η σκηνή εξελίχθηκε μόλις έφθασε στο μέρος ο αστυνομικός, όπου ο O´Dwyer έτρεξε κοντά του και του ανέφερε στα αγγλικά ότι είχε χτυπηθεί από αυτούς. Τότε πλησίασαν και οι ίδιοι τον αστυνομικό, για να του πουν τη δική τους εκδοχή. Μόλις έφθασαν οι υπόλοιποι αστυνομικοί, ο O´Dwyer πήγε στο αυτοκίνητο, το ξεκλείδωσε, έβγαλε άλλη φωτογραφική μηχανή και άρχισε να φωτογραφίζει στην παρουσία των τεσσάρων Αστυνομικών. Ο ίδιος έκανε τα παράπονά του, αλλά κανένας Αστυνομικός δεν κινήθηκε. Μόλις μπήκε στο ασθενοφόρο, τους επιδείκνυε επιδειχτικά το φιλμ ή την κάρτα από τη μηχανή.

Ερωτηθείς, παραδέχθηκε ότι είχε δει τον O´Dwyer με αίμα στη μύτη του, αλλά αρνήθηκε ότι αντιστεκόταν γιατί ήθελε να προστατευθεί. Ήταν η δική του θέση, ότι προσπαθούσε να προστατεύσει τη μικροκάμερα και το κουμπί που βρισκόταν έξω από το σακάκι του, στο στήθος του. Γι’ αυτό και ο ίδιος τον άρπαξε από το κεφάλι, από το πίσω μέρος, για να τον ακινητοποιήσει και να πάρει τη κάμερα, που ήταν κρυμμένη μέσα από το σακάκι του. Ο Μάριος θα έπιανε τη κάμερα. Ο Μάριος τον άρπαξε από τα χέρια και γονάτισε πάνω στο πόδι του και αυτό έγινε γιατί τους κλοτσούσε και προσπαθούσαν να τον ακινητοποιήσουν. Αρνήθηκε ότι τον πάτησε στο κεφάλι και ισχυρίστηκε ότι αν γινόταν κάτι τέτοιο, θα υπήρχε από τη μια πλευρά του κεφαλιού γδάρσιμο από την άσφαλτο και από την άλλη σημάδι από το παπούτσι του. Κατέληξε ότι προσπάθησαν να του πάρουν την κάμερα, γιατί την επόμενη μέρα θα έδειχνε το επεισόδιο σε όλη την υφήλιο μέσω του διαδικτύου και οι ίδιοι είχαν τόσες πολλές δουλειές, που δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με τον O´Dwyer.

Και ο Κατηγορούμενος 3 επέλεξε να καταθέσει γραπτή δήλωση, η οποία σημειώθηκε ως Τεκμήριο 47. Η δική του εκδοχή ήταν ότι στις 14/01/2008 είχε προγραμματίσει με τον Μάριο Καραγιαννά να επισκεφθούν διάφορα εργοτάξια για να του υποδείξει κάποια μικροπροβλήματα που υπήρχαν στις στέγες. Ο Μάριος φτάνοντας στο Sunset Rose, στις 13:15, του ανέφερε ότι κάποια πελάτισσα που έμενε στο Άγιος Σέργιος 2, του είχε τηλεφωνήσει ότι την παρενοχλούσε ένας Άγγλος και θα πήγαινε να δει τι συνέβαινε. Προσφέρθηκε ο ίδιος να πάει μαζί του και να συνεχίσουν από εκεί την προγραμματισμένη περιοδεία. Καθοδόν προς το Άγιος Σέργιος 2, έξω από το καφενείο F.C. Frenaros, ενώ προσπαθούσαν να στρίψουν προς το Άγιος Σέργιος 2, ο ίδιος είδε ένα μαύρο αυτοκίνητο ενοικιάσεως να κατευθύνεται με ταχύτητα προς το μέρος τους και να συγκρούεται μ’ αυτούς. Ο ίδιος δεν γνώριζε ούτε το αυτοκίνητο, αλλά ούτε και τον οδηγό του. Όμως ο Μάριος είχε αντιληφθεί ότι ο οδηγός του ήταν το άτομο που παρενοχλούσε την πελάτισσα. Κατέβηκε τόσο ο ίδιος καθώς και ο Μάριος από το αυτοκίνητο και το ίδιο έπραξε και ο Άγγλος, ο οποίος κινήθηκε προς τον Μάριο, βρίζοντάς τον. Ο Μάριος, προς έκπληξή του, του έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο και τότε ο Άγγλος άρχισε να φωνάζει «βοήθεια» και να κατευθύνεται προς τα πίσω, εκεί όπου βρισκόταν το Σωματείο. Κάθισε στα σκαλιά του Σωματείου, κρατώντας το πρόσωπό του. Μετά παρέλευση 2-3 λεπτών περίπου, έφτασε στη σκηνή ο κ. Χριστόφορος Καραγιαννάς, ο οποίος πρώτα ρώτησε το Μάριο αν είναι καλά και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς τον Άγγλο, με τα χέρια ανοιχτά φωνάζοντάς του «ρε μα εν αντρέπεσαι, πάλε εν να μας μπερτέψεις»; Ο Μάριος ακολούθησε τον πατέρα του, ενώ ο ίδιος έμεινε στο αυτοκίνητο. Όταν ο άγγλος σηκώθηκε από τα σκαλιά, άκουσε τον Μάριο να φωνάζει «κάμερα, κάμερα» και είδε τον άγγλο να τρέχει. Τον πρόλαβαν, ο Μάριος με τον πατέρα του, στα 5-6 μέτρα και τότε αυτός έπεσε στο έδαφος παίρνοντας εμβρυακή στάση και σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος του. Τότε ήταν που ο ίδιος έτρεξε κοντά στον Μάριο και τον Χριστόφορο Καραγιαννά. Λόγω του ότι ο άγγλος αντιστεκόταν έντονα, ο κ. Χριστόφορος Καραγιαννάς του κρατούσε το κεφάλι με τα χέρια του, ενώ ο Μάριος στην προσπάθειά του να τον ακινητοποιήσει, είχε τοποθετήσει το γόνατό του πάνω στο δεξί του πόδι και το άλλο στα πλευρά του. Ο ίδιος ξεκίνησε να τον ψαχουλεύει για να βρει τη κάμερα. Δεν μπορούσε να την εντοπίσει λόγω του ότι ήταν ραμμένη εντός της φόδρας του σακακιού που φορούσε. Μόλις την εντόπισε και ενώ προσπαθούσε να την αφαιρέσει, την είδε ο Μάριος, ο οποίος την άρπαξε μέσα από τα χέρια του και την πέταξε δίπλα από το Σωματείο, όπου και ανευρέθηκε την επόμενη μέρα.

Aντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι στις 14.1.08 βρισκόταν μαζί με τον Μάριο Καραγιαννά για δουλειά στο εργοτάξιο Sunset Rose μεταξύ των χωριών Βρυσσούλων και Φρενάρου, το οποίο απέχει 3χλμ από το Φρέναρος. Τον άκουσε να μιλά στο τηλέφωνο αλλά δεν του ανέφερε ποια ήταν η πελάτισσα και ποιος ήταν αυτός που την παρενοχλούσε. Ξεκίνησαν για το Άγιος Σέργιος 2 και όπως έστριψαν, παρά το Σωματείο F.C. Frenaros 2000, καρφώθηκε πάνω τους ένα αυτοκίνητο. Ερωτηθείς ισχυρίστηκε ότι πριν την σύγκρουση οι ίδιοι δεν είχαν χρόνο να διαπιστώσουν ποιος οδηγούσε το αυτοκίνητο γιατί όλα είχαν γίνει σε κλάσματα δευτερολέπτου και το άλλο αυτοκίνητο κινείτο με ταχύτητα ενώ παράλληλα είχε μπει στην δική τους πορεία. Αρνήθηκε την υποβολή ότι οι ίδιοι είχαν κατευθυνθεί προς το αυτοκίνητο του κου O Dwyer και ισχυρίστηκε ότι οι ίδιοι μόλις είχαν στρίψει και είχαν μια χαμηλή ταχύτητα καθώς επίσης και ότι αν ο κος O Dwyer πήγαινε με πιο χαμηλά ταχύτητα δεν θα συγκρούονταν.

Ερωτηθείς υποστήριξε ότι μετά που κατέβηκε ο Μάριος Καραγιαννάς από το αυτοκίνητο και είδε με ποιόν είχαν συγκρουστεί είχε εκνευριστεί. Του ίδιου δεν του ανέφερε οτιδήποτε αλλά ούτε και είχε αντιληφθεί τι είχε συμβεί και τι αισθανόταν ο Μάριος Καραγιαννάς. Ερωτηθείς για αυτό τούτο το επεισόδιο ήταν η θέση του ότι μετά την σύγκρουση κατέβηκε ο Μάριος Καραγιαννάς από το αυτοκίνητο, πέρασε πίσω από το αυτοκίνητό τους και πέρασε από δίπλα του. Ο ίδιος κατέβηκε από το αυτοκίνητο και έμεινε στην πόρτα του και με έκπληξη είδε τον Μάριο να περνά από δίπλα του και να δίνει μια γροθιά στον άγγλο, ο οποίος είχε κατευθυνθεί προς το μέρος του και τον έβριζε. Είχε εκπλαγεί από την συγκεκριμένη συμπεριφορά. Ο ίδιος έβλεπε τον άγγλο για πρώτη φορά. Δεν είχε ακούσει τον άγγλο να λέει στον Μάριο «Behave yourself Marios».

Εξήγησε ότι μετά την γροθιά ο άγγλος έπιασε το πρόσωπό του και πήγε και έκατσε στα σκαλιά του Σωματείου FC FRENAROS 2000. Σε λίγα λεπτά έφθασε στο μέρος ο Χριστόφορος Καραγιαννάς, ο οποίος κατευθύνθηκε μαζί με τον Μάριο προς τον άγγλο έχοντας ανοιχτή την παλάμη του χεριού του και λέγοντας του στα ελληνικά «Δεν αντρέπεσε ήρθες πάλε να μας μπερτέψεις». Σε όλο αυτό το διάστημα ο ίδιος παρακολουθούσε και μόλις άκουσε το Μάριο που φώναξε «κάμερα- κάμερα» είδε τον άγγλο που όπως καθόταν άρχισε να τρέχει. Τον έφτασαν και τον άρπαξε ο κος Χριστόφορος από πίσω, ο άγγλος τότε έπεσε στο έδαφος σε στάση όπως το μωρό στην κοιλιά της μητέρας του και ο Μάριος γονάτισε πάνω στο δεξί του πόδι, στο μηρό και του άνοιξε τα χέρια. Ο άγγλος έφερνε αντίσταση, κλωτσούσε και κινείτο. Τότε πήγε και ο ίδιος εκεί και ψαχούλευε την φόδρα του σακακιού του, αυθόρμητα, για να βρει την κάμερα, η οποία ήταν ραμμένη μέσα στην φόδρα, και μόλις την βρήκε του την άρπαξε ο Μάριος και την πέταξε προς το Σωματείο FC FRENAROS 2000, όπου και την άφησαν. Δεν είδε το Μάριο να κρατά το μικροτσίπ γιατί μόλις ο ίδιος βρήκε την κάμερα την άρπαξε ο Μάριος και την πέταξε. Εκείνη την στιγμή έφθασε ο αστυνομικός και ο κος Χριστόφορος με τον Μάριο πήγαν προς το μέρος του έτρεξε και ο άγγλος ο οποίος ενώ ήταν τόσο τραυματισμένος έτρεξε στο αυτοκίνητό του και άρπαξε από αυτό μια φωτογραφική και έβγαζε φωτογραφίες.
Υποστήριξε ότι την ώρα που ο άγγλος ήταν στο έδαφος κανένας δεν τον είχε χτυπήσει αλλά ούτε και τον είχε πατήσει ο κος Χριστόφορος γιατί αν τον πατούσε ή αν έτριβε το πόδι του στο πρόσωπο του θα το πολτοποιούσε ενώ ο άγγλος δεν είχε καμιά ζημιά.

Ερωτηθείς παραδέχθηκε ότι στην κατάθεσή του, Τεκμήριο 28, την οποία αναγνώρισε δεν είχε πει την αλήθεια. Ισχυρίστηκε ότι είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι βρισκόταν επί του όρκου του την συγκεκριμένη στιγμή όμως εξήγησε ότι ο άγγλος τον είχε εμπλέξει και μπερδέψει χωρίς λόγο και για αυτό ο ίδιος είχε αναφέρει αυτά που καταγράφονται, στην κατάθεσή του, για να του επιβαρύνει την θέση του όπως και εκείνος είχε πει ψέματα για τον ίδιο.
Κλητεύθηκε και ο κος Πιττάτζης να δώσει μαρτυρία αλλά ο ίδιος για τους λόγους που εξήγησε δεν ήθελε να το πράξει και η πλευρά που τον κλήτευσε δεν επέμενε στο θέμα αυτό.

Μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας και οι δυο συνήγοροι υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις με εκτεταμένες αγορεύσεις σε μια προσπάθειά τους να βοηθήσουν το Δικαστήριο. Προσπάθεια η οποία εκτιμείται από το Δικαστήριο τα μέγιστα. Το Δικαστήριο τις έχει κατά νου και θα κάνει αναφορά σε αυτές όπου το κρίνει αναγκαίο.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ – ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Αρχίζοντας από το Τεκμήριο 8, τους ψηφιακούς δίσκους που κατατέθηκαν από τον Παραπονούμενο και ιδιαίτερα τους δυο που παρακολουθήθηκαν από το Δικαστήριο. Το ερμηνευτικό μέρος του περί Αποδείξεως Νόμου έχει προσδώσει στη λέξη «έγγραφο» τον ακόλουθο ορισμό:

“«έγγραφο» σημαίνει οτιδήποτε, επί του οποίου καταγράφεται ή αποτυπώνεται οποιαδήποτε πληροφορία ή παράσταση οποιουδήποτε είδους και «αντίγραφο» (σε σχέση με έγγραφο) σημαίνει οτιδήποτε, επί του οποίου η εν λόγω πληροφορία ή παράσταση έχει αντιγραφεί με οποιοδήποτε μέσο, είτε άμεσα είτε έμμεσα.”

Με βάση την πιο πάνω ερμηνεία ο ψηφιακός δίσκος συνιστά πραγματική μαρτυρία. Σύμφωνα με τον Phipson on Evidence, 14η έκδ., σελίδα 333, παρά. 15-12:

«A film of a crime actually being committed is admissible to enable the jury to identify the defendant … A photograph of a crime would clearly be subject to the same principle»

Ενώ, όσον αφορά την παραγωγή ψηφιακών δίσκων με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή ο Phipson on Evidence, (ανωτέρω), στην παρά 21-19, στην σελίδα 576 αναφέρει τ΄ ακόλουθα:

«The operator of the computer is for these purposes an expert who is in a position where he is able to predict the workings of the machine, and in his capacity as a factual witness, is also able to authenticate the actual running of the program. Certainly the courts have, no doubt wisely, refused to characterize the products of computer programs as hearsay.»

Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Andrian Kean “The Modern Law of Evidence”, 4η έκδοση, σελίδες 214-216:

«…photographs and films, the relevance of which can be established by the testimony of someone with personal knowledge of the circumstances in which they were taken or made, are admissible as items of real evidence and can never give rise to problems of a hearsay nature. If evidence of a witness to certain events is admissible, it may be reasoned, then photographs or films recording those events should be no less admissible.»

Οι πιο πάνω αρχές καταγράφονται και στο σύγγραμμα του Blackstone Criminal Practice 2003, όπου στην παρά. F 8.37, στη σελίδα 2099, αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Photograph (or film) the relevance of which can be established by the testimony of someone with personal knowledge of the circumstances in which it was taken (or made), may also be admitted to prove the commission of an offence and the identity of the offender.»

Το δίκαιο της απόδειξης, σύμφωνα με το σκεπτικό των αποφάσεων R. v. Maqsud Ali (1965) 2 All E.R. 464 και R. v. Fowden (1982) Crim. L.R. 588, δεν αναγνωρίζει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της φωτογραφίας και της βιντεοταινίας ως αποδεικτικών μέσων και το ίδιο ισχύει κατ΄ επέκταση και για τον ψηφιακό δίσκο. Στην υπόθεση R. v. Maqsud Ali (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τ’ ακόλουθα στην σελίδα 469:

«We can see no difference in principle between a tape recording and a photograph. In saying this we must not be taken as saying that such recordings are admissible whatever the circumstances, but it does appear to this court wrong to deny to the law of evidence advantages to be gained by new techniques and new devices, provided the accuracy of the recording can be proved and the voices recorded properly identified; provided also that the evidence is relevant and otherwise admissible, we are satisfied that a tape recording is admissible in evidence.»

Σύμφωνα με τις αρχές που κατέγραψα πιο πάνω, θα πρέπει να διαπιστώνεται η γνησιότητα του αποδεικτικού μέσου, ήτοι του ψηφιακού δίσκου. Το βάρος απόδειξης που εφαρμόζεται στην περίπτωση απόδειξης της γνησιότητας ενός τέτοιου αποδεικτικού μέσου είναι το εκ πρώτης όψεως. Στην υπόθεση R. v. Dodson (1984) 1 W.L.R. 971, στη σελίδα 971 αναφέρθηκαν τ΄ ακόλουθα:

«We entertain no doubt that photographs taken by the process installed and operated in the branch office of the building society are admissible in evidence. They are relevant to the issues as to (a) whether an offence was committed and (b) who committed it. What is relevant is, subject to any rule of exclusion – we know of none which is applicable to this situation, prima facie admissible.»

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την αυθεντικότητα του Τεκμηρίου 8, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παραπονούμενου, αυτός που κινηματογραφούσε το περιεχόμενο των δυο ψηφιακών δίσκων ήταν ο Martin Mott και όχι ο Παραπονούμενος. Ο Martin Mott, σύμφωνα και πάλι με τη μαρτυρία του Παραπονούμενου, διαμένει στην Κύπρο, αλλά ουδέποτε κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή να δώσει μαρτυρία. Επιπρόσθετα, ο Παραπονούμενος ισχυρίστηκε ότι είχε μεταφέρει το περιεχόμενο των βιντεοκασετών ο ίδιος, χρησιμοποιώντας δυο δικούς του ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους οποίους ο ίδιος είχε ελέγξει. Σημειώνω ότι είχε στην κατοχή του τις βιντεοκασέτες από τις 14/01/2008 μέχρι τις 21/01/2008, που τις παρέδωσε καθώς επίσης και ότι αυτές κατέγραφαν ημερομηνία 02/02. Το διάστημα της μιας βδομάδας μέχρι την παράδοση τους στην Αστυνομία δεν δικαιολογήθηκε, έχοντας υπόψη ότι ο Παραπονούμενος τους είχε αντιγράψει το ίδιο βράδυ στο Νοσοκομείο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του. Και ενώ τον είχε επισκεφτεί ο Μ.Κ.2, την επόμενη μέρα, δεν τους παρέδωσε αλλά τους πήρε ο ίδιος στις 21/01/2008. Ούτε και επεξηγήθηκε γιατί καταγράφουν ως ημερομηνία 02/02. Η συγκεκριμένη μαρτυρία παρέμεινε ατεκμηρίωτη, με αποτέλεσμα η αυθεντικότητα του ψηφιακού δίσκου να μην έχει αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου.

Υπάρχει ακόμα ένα θέμα που αφορά τους συγκεκριμένους ψηφιακούς δίσκους και αφορά αυτό τούτο το περιεχόμενό τους, τη σχετικότητά τους. Σύμφωνα με την απόφαση R. v. Dodson (ανωτέρω), το Δικαστήριο μπορεί και το ίδιο να δει ή να παρακολουθήσει το οπτικοακουστικό υλικό προκειμένου να εξάγει τα δικά του ευρήματα και συμπεράσματα (βλ. Ποιν. Εφ. 56/09-65/09 Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Ευσταθίου κ.α. ημερ.29/03/2010. Στους δυο αυτούς ψηφιακούς δίσκους, τους οποίους το Δικαστήριο παρακολούθησε, ακούγεται μια φωνή να μιλά μόνο και ένα αυτοκίνητο να γυρίζει στους δρόμους της Επαρχίας Αμμοχώστου, στο δρόμο Σωτήρας – Δερύνειας, να πηγαίνει και να επιστρέφει χωρίς λόγο. Αυτός που βιντεοσκοπεί αναφέρεται σε πρόβλημα χειρισμού της μηχανής, ενώ όλες του οι αναφορές αφορούν πιθανά σενάρια. Φαίνεται, από τα όσα αναφέρει αυτός που βιντεοσκοπεί, να κάνει διάφορα τηλεφωνήματα και να περιμένει κάτι που δεν είναι αντιληπτό. Επίσης, κάποιος μιλά και αναφέρει «Probably taking the book to take measurements», «Τhis could be the guy from Karayiannas», «Maybe he is driving around», «Maybe he is beaten up». Δηλαδή, πιθανολογεί χωρίς να μπορεί κάποιος να καταλάβει σε τι αναφέρεται ο λήπτης της ταινίας. Σημειωτέων ότι σε κανένα από τους ψηφιακούς δίσκους δεν φαίνεται ο Παραπονούμενος.

Με βάση τα πιο πάνω, δεν έχει αποδειχθεί κατά την άποψη του Δικαστηρίου ούτε η αυθεντικότητά του, η οποία είχε αμφισβητηθεί από την πλευρά της Υπεράσπισης, αλλά ούτε και η σχετικότητα του Τεκμηρίου 8 και γι’ αυτό το λόγο δεν μπορεί να γίνει αποδεχτό το περιεχόμενό του ως μαρτυρία.

Θα πρέπει να γίνει αναφορά και στο Τεκμήριο 22, τις φωτογραφίες, που κατατέθηκαν από τον Παραπονούμενο και κατά τον ισχυρισμό του απεικόνιζαν την εξέλιξη του τραυματισμού του. Χρήζουν αναφοράς οι διαφοροποιήσεις που είχαν εντοπιστεί σε αυτές και από τους τρεις ιατρούς. Αναφέρθηκε ότι σε μερικές από αυτές ο εικονιζόμενος φορεί αρραβώνα, φωτογραφία 8, ενώ στις υπόλοιπες δεν φορεί δαχτυλίδι, φωτογραφίες 9 και 10. Κανένας από τους ιατρούς δεν μπορούσε να αναφέρει κατά πόσο ο εικονιζόμενος ήταν πράγματι ο Παραπονούμενος. Σημειωτέον ότι στις φωτογραφίες 9 και 10 ο εικονιζόμενος φορεί διαφορετικά ρούχα από τις υπόλοιπες φωτογραφίες καθώς επίσης και τα σεντόνια στη φωτογραφία 10 δεν φαίνεται να είναι τα ίδια με αυτά των φωτογραφιών 1 και 2.

Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω παρατηρήσεις και τη θέση όλων των ιατρών ότι δεν μπορούσαν να πουν με σιγουριά ότι στις φωτογραφίες 5 μέχρι 10 απεικονιζόταν ο Παραπονούμενος, αλλά αντίθετα δεν αναγνώριζαν το πρόσωπο της φωτογραφίας, θεωρώ επικίνδυνο να βασιστώ στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 22 για την εξαγωγή οποιονδήποτε συμπερασμάτων.

Έρχομαι τώρα στην υπόλοιπη μαρτυρία. Η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αντικρίζεται και αξιολογείται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και πάντοτε σε συνάρτηση και σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία. Δεν είναι ορθή η μικροσκοπική εξέτασή της. Πρέπει να προσεγγίζεται σφαιρικά και κάτω από το πρίσμα των περιστάσεων. Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα. Παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας αυτής, είναι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο. Στο νοηματικό περιεχόμενο του όρου «εντύπωση» περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι αντιδράσεις του μάρτυρα, ο τρόπος που απαντά, η ευχέρεια που είχε να αντιληφθεί τα γεγονότα και η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει. Είναι το σύνολο δηλαδή των γνωρισμάτων που συνθέτουν, αφενός τον μάρτυρα που έχει σεβασμό στην αλήθεια και αφετέρου που είχε τις εξ αντικειμένου δυνατότητες να συλλάβει με τις αισθήσεις του όσα αναβιώνει με τη μαρτυρία του (βλ. Χ’Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 174 στη σελ 180 και Phipson on Evidence, 16η έκδοση, σελ 333).

Ο Αστ.3488, κ. Χρίστου (Μ.Κ.2), αναφέρθηκε στις ενέργειές του αναφορικά με την υπόθεση και ουσιαστικά η μαρτυρία του παρέμεινε ακλόνητη, λόγω του ότι στη μαρτυρία του είχε αναφερθεί στο τι είχε βιώσει αναφορικά με την υπόθεση. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τους Αστ. 718, κ. Γιώρκαλλο (Μ.Κ.8) και τον Αστ.1192, κ. Ανδρέου (Μ.Κ.9). Δεν έχω λόγω να μην τους πιστέψω, αφού δεν είχαν οποιοδήποτε συμφέρον ή λόγο για να πουν ψέματα.

Ο Αστ. 3506, κ. Χατζηγιάννης (Μ.Κ.6), νεαρός σχετικά αστυνομικός, είχε τη δική του αντίληψη περί τα πράγματα. Ο ίδιος δεν είχε δει το επεισόδιο ενώ ήταν σε εξέλιξη, αλλά παρά το γεγονός αυτό έκαμε τις δικές του εκτιμήσεις, τις οποίες προσπάθησε νε εξηγήσει εντός του Δικαστηρίου χωρίς όμως πολύ επιτυχία. Όταν του ζητήθηκε, κατά την κυρίως εξέταση, να εξηγήσει τι εννοούσε με τη φράση «κινήθηκαν απειλητικά», ανέφερε αυτολεξεί «εννοώ προσπαθούσαν να πλησιάσουν τον άγγλο με πιθανή πρόθεση να τον χτυπήσουν». Ισχυρίστηκε ότι δεν είχε δει τον Cornelius Desmond O Dwyer να κρατά φωτογραφική και να βγάζει φωτογραφίες, θέση την οποία αναίρεσε το επόμενο λεπτό αναφέροντας ότι του ζήτησε να πάρει τη φωτογραφική όταν έμπαινε στο ασθενοφόρο και εξήγησε ότι όταν έλεγε φωτογραφική εννοούσε τη βιντεοκάμερα. Αμέσως μετά, ισχυρίστηκε ότι δεν είδε τον Παραπονούμενο να κρατά στα χέρια του οτιδήποτε. Όταν του υποβλήθηκε ότι ίσως συγχύζει τη φωτογραφική μηχανή με τη βιντεοκάμερα, ήταν η θέση του ότι ο ίδιος ενώ ήταν στη σκηνή, είχε παραλάβει από τον Παραπονούμενος μια βιντεοκάμερα, πριν αυτός φύγει με το ασθενοφόρο και δεν του είχε αναφέρει για οποιαδήποτε άλλη κάμερα, αλλά ούτε και θυμόταν να του είχε παραπονεθεί για την κλοπή μικροκάμερας. Όσο αφορά τις σταγόνες αίματος στα ρούχα του Παραπονούμενου, ήταν ο ισχυρισμός του ότι ήταν χαρακτηριστικές κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού στα Τεκμήρια 3 και 4 οι σταγόνες αίματος είναι αδιάκριτες. Με βάση όλα όσα έχω αναφέρει, θεωρώ ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας υπέπεσε σε αντιφάσεις, τις οποίες το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραγνωρίσει και νοιώθω ανασφάλεια να βασιστώ στη μαρτυρία του για οποιαδήποτε εξαγωγή συμπερασμάτων.

Ο Δρ. Μπάκας (Μ.Κ.3), ο Δρ. Σοφοκλής Σοφοκλέους (Μ.Κ.4) και ο Δρ. Νικολάου (Μ.Κ.7), κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες. Αναφορικά με τον τρόπο προσέγγισης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων και γενικά τον τρόπο χειρισμού της μαρτυρίας τους σχετικές είναι, μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις Θεοσκάπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984, σελ.988, Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 746,σελ. 750-751, Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1Α.Α.Δ (Ε) 298, σελ.290, Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 113, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 841 και Will’s Principles of Circumstantial Evidence, 7η έκδοση, σελ. 216. Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει τις απόψεις ενός εμπειρογνώμονα, ακόμη και αν αυτές παραμείνουν χωρίς αντεξέταση. Η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων προσφέρεται στο Δικαστήριο με σκοπό την παρουσίαση της επιστημονικής βάσης πάνω στην οποία οι επιστήμονες εργάστηκαν, ώστε το Δικαστήριο να μπορέσει να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα. Τα συμπεράσματα αυτά είναι που θα αποτελέσουν την ανεξάρτητη κρίση του Δικαστηρίου με βάση τα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί μέσα από τη μαρτυρία αφενός, βοηθούμενο όμως από την επιστημονική άποψη των εμπειρογνωμόνων αφετέρου. Το Δικαστήριο μπορεί να υιοθετήσει τη θέση ενός εμπειρογνώμονα, είτε στο σύνολό της, είτε εν μέρει, είτε καθόλου, ανάλογα με τα ευρήματά του και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, έχοντας υπόψη ότι οι εμπειρογνώμονες δεν έχουν κανένα προβάδισμα έναντι άλλων μαρτύρων και η μαρτυρία τους υπόκειται στους ίδιους ακριβώς κανόνες αξιολόγησης, όπως και οι συνήθεις μάρτυρες επί των γεγονότων. Στην Anastassiades v. The Republic (1977) 2 CLR 97, διευκρινίστηκε ότι οι εμπειρογνώμονες μπορούν να δώσουν μαρτυρία γνώμης, δηλαδή να εκφράσουν τη γνώμη τους πάνω σε υποθετικές καταστάσεις πραγμάτων ή καταστάσεις πραγμάτων που εκλαμβάνονται σαν δεδομένες. Κατά κανόνα, η μαρτυρία εμπειρογνώμονα θεωρείται ότι είναι μαρτυρία ανεξάρτητου μάρτυρα (βλ. R. v. Lanfear (1968) 1 All E.R. 683, Anastassiades v. The Republic (1977) 2 CLR 97, Kouppis v. The Republic (1977) 2 CLR 361).

Σημειώνω ότι τα συμπεράσματα των τριών μαρτύρων που προαναφέρθηκαν καταγράφονται στις εκθέσεις τους (Τεκμήρια 33, 34 και 39). Όλοι ήταν σύμφωνοι ότι υπήρχε θλαστική εκχύμωση στο μάτι με πρήξιμο και εκδορές στο πρόσωπο, στη γνάθο και την κροταφική χώρα και για πόνο στην οσφυϊκή χώρα και βουβωνική χώρα. Διαφωνούν όμως σε ένα βασικό θέμα το κατά πόσο ο Παραπονούμενος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Ο Δρ Μπάκας (Μ.Κ.3), υποστήριξε ότι όλα τα τραύματα στο κεφάλι μπορούν να έχουν ως επακόλουθο τη ζάλη και την κεφαλαλγία χωρίς να αναφερθεί σε κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι ο ίδιος κατέγραψε ότι του έλεγε ο Παραπονούμενος και δεν του ανέφερε οτιδήποτε για ζάλη ή ίλιγγο. Ούτε στον ιατροδικαστή Σοφοκλέους (Μ.Κ.5), είχε αναφερθεί οτιδήποτε για ζάλη και κεφαλαλγία και ο Παραπονούμενος είχε εξεταστεί από τον ιατροδικαστή μια (1) μέρα μετά το συμβάν, στις 15/01/2008. Ο μόνος που ανάφερε την κρανιοεγκεφαλική κάκωση ήταν ο Δρ. Νικολάου (Μ.Κ.7), ο οποίος όμως δεν την υποστήριξε, αφού βασίστηκε σε αυτά που ανέφερε ο Παραπονούμενος και όχι σε οποιεσδήποτε εξειδικευμένες εξετάσεις, οι οποίες είχαν γίνει και δεν είχαν δείξει οποιαδήποτε κάκωση εγκεφάλου.

Οπόταν, όσο αφορά τη μαρτυρία των γιατρών που κατάθεσαν για την Κατηγορούσα Αρχή, κρίνω ότι ο ιατρός Μπάκας και ο ιατροδικαστής Σοφοκλέους ανέφεραν την αλήθεια στο Δικαστήριο. Δεν είχαν τίποτε περισσότερο να προσθέσουν ή να αποκρύψουν απ΄ ότι έγινε και είναι, κατά την κρίση μου, ανεξάρτητοι και αξιόπιστοι μάρτυρες. Δεν έχουν κανένα απολύτως συμφέρον από την οποιαδήποτε έκβαση της υπόθεσης και η μαρτυρία τους στα πλείστα σημεία συνάδει και με τη μαρτυρία του Δρ. Νικολάου, που επίσης ήταν μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής. Ο Δρ. Νικολάου, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, διάβασε το περιεχόμενο του ιατρικού φάκελου του Παραπονούμενου και με βάση αυτό απεφάνθη, με δογματικό τρόπο μπορώ να πω, ότι ο Παραπονούμενος υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Εκτός των άλλων, ο Δρ. Νικολάου προέβαλε και θεωρίες για το θέμα της κρανιεγκεφαλικής κάκωσης και της κάκωσης κρανίου, τις οποίες στη συνέχεια αναίρεσε. Θεωρώ το συμπέρασμά του για κρανιοεγκεφαλική κάκωση αυθαίρετο και απορρίπτω αυτό το μέρος της μαρτυρίας του.

Έρχομαι τώρα στη μαρτυρία του Παραπονούμενου, η οποία θα πρέπει να αναφερθεί, δεν ήταν σταθερή και ήταν υπερβολική στα πλείστα σημεία. Διακατεχόταν από άγχος, έχανε την ψυχραιμία του και διαφάνηκε μέσα από τη μαρτυρία του ότι το μόνο που ήθελε ήταν την τιμωρία των Κατηγορούμενων. Αυτό τον οδήγησε σε αρκετές αντιφάσεις στη μαρτυρία του. Και εξηγώ: Ήταν η αρχική του θέση ότι τον είχαν ξεγελάσει οι Καραγιαννάδες όσο αφορά το σπίτι γιατί έχτισαν κάτι άλλο, τι άλλο δεν ανέφερε. Στη συνέχεια, ισχυρίστηκε ότι τον είχαν ξεγελάσει γιατί του είχαν υποσχεθεί ότι η θέα του σπιτιού του θα ήταν απρόσκοπτη και ότι κανένας δεν θα έχτιζε στα διπλανά οικόπεδα. Ζήτησε, ήταν η θέση του, να αφαιρεθούν τα γειτονικά σπίτια σε μια προσπάθεια ειρηνικής λύσης. Πως μπορούσε να γίνει αυτό, είναι άξιο απορίας.

Αρνήθηκε κατά την αντεξέταση ότι εκκρεμούσε η αγωγή που αφορούσε τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ του και της εταιρείας «Καραγιαννά» για το σπίτι, ενώ στην κυρίως εξέτασή του είχε αναφέρει ότι είχε πάει έξω από το «σπίτι του» να προβεί σε μετρήσεις και να λάβει φωτογραφίες για να έχει αποδειχτικά στοιχεία στη δίκη. Ισχυρίστηκε ότι πήγε ειρηνικά, πλην όμως ζήτησε τη συνοδεία του φίλου του Martin Mott και αναζήτησε τη βοήθεια κατασκοπευτικών καμερών, τεσσάρων στο σύνολό τους. Μια από αυτές δε, είχε ραφτεί στο σακάκι του για να μη φαίνεται. Και όλα αυτά, για «να εξακριβωθεί και να αποτραπεί ένα έγκλημα» όπως ανέφερε αυτολεξεί. Ισχυρίστηκε, κατά την κυρίως εξέτασή του, ότι τον χτυπούσαν και οι δυο Κατηγορούμενοι 1 και 2, ενώ στη συνέχεια της κυρίως εξέτασής του ανέφερε ότι τον χτύπησε μόνο ο Μάριος ενώ ο πατέρας Καραγιαννάς τον πάτησε με τη μπότα του. Και ενώ ποδοπατήθηκε, τα τραύματά του όπως ο ίδιος τα περιέγραψε στην κυρίως εξέτασή του, ήταν γδαρσίματα, κοψίματα στη μύτη του, φούσκωμα της μύτης και μώλωπες στα νεφρά. Εδώ να σημειωθεί ότι δεν υπήρξε ιατρική μαρτυρία για ποδοπατήματα ή για σημάδι μπότας στο πρόσωπό του, όπως είχε υποστηρίξει ο ίδιος. Έμεινε πέντε (5) μέρες στο Νοσοκομείο, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιατρού Νικολάου (Μ.Κ.7), όμως ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι νοσηλευόταν για τρεις (3) βδομάδες. Επιπρόσθετα ήταν η θέση του ότι χρησιμοποιούσε πατερίτσες για τρεις (3) βδομάδες. Τέτοια ιατρική μαρτυρία δεν προσφέρθηκε, αλλά είναι επίσης άξιο απορίας πως για μώλωπες χρειάστηκε η χρήση πατερίτσων. Ενώ, όταν του υποβλήθηκε ότι οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 14 δεν αντικατοπτρίζουν την έκταση των τραυμάτων, όπως ο ίδιος τα περιέγραφε, ήταν η θέση του ότι οι φωτογραφίες εκείνες λήφθηκαν προς το τέλος της διαμονής του στο Νοσοκομείο ενώ σύμφωνα με τη μαρτυρία, είχαν ληφθεί την επόμενη μέρα από τον τραυματισμό του, ήτοι στις 15/01/2008. Ήταν η θέση του ότι ο Μάριος Καραγιαννάς είχε πάρει την κάρτα μνήμης του κινητού του τηλεφώνου, ενώ στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι του πήραν το τηλέφωνο και αυτό το κατάγγειλε στις 23/01/2008 και όχι ενώ ήταν στο Νοσοκομείο και ενώ είχε δώσει άλλες τρεις καταθέσεις μέχρι τις 23/01/2008 χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε. Και ενώ ήταν σε κατάσταση σοκ και είχε καταρρεύσει, ζήτησε το ίδιο βράδυ του τραυματισμού του και του έφεραν τηλέφωνα και ηλεκτρονικούς υπολογιστές για να μεταφέρει ότι είχε βιντεοσκοπήσει ο φίλος του, ο Martin Mott, σε ψηφιακό δίσκο. Χτυπήθηκε ενώ έβγαινε από το αυτοκίνητο, ήταν η θέση του, όμως παράλληλα προώθησε τη θέση ότι ο ίδιος κινήθηκε όταν βγήκε από το αυτοκίνητό του προς τον Μάριο Καραγγιανά και του είπε να συμπεριφερθεί κόσμια. Έχασε πάρα πολύ αίμα, κατά την άποψή του, όμως το Τεκμήριο 12, οι φωτογραφίες 9-14, καταρρίπτουν τον ισχυρισμό του, αφού δείχνουν μόνο μερικές σταγόνες αίματος στο πεζοδρόμιο. Καταρρίπτεται επίσης ο συγκεκριμένος ισχυρισμός και από την ιατρική μαρτυρία.

Όσο αφορά αυτό τούτο το επεισόδιο, ήταν η θέση του αρχικά ότι ο ίδιος είχε πάρει μια εμβρυακή στάση όταν ο Μάριος Καραγιαννάς αντιλήφθηκε ότι κρατούσε την κάμερα, ενώ στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι τον έριξαν στο έδαφος οι τρείς Κατηγορούμενοι. Ισχυρίστηκε ότι ο Χριστόφορος Καραγιαννάς τον χτύπησε στο πρόσωπο και καταλαβαίνοντας το λάθος του, διόρθωσε λέγοντας ότι απλά είχε βάλει το χέρι του στο πρόσωπό του. Υποστήριξε ότι υπήρχε σημάδι από τη μπότα του Χριστόφορου Καραγιαννά στο πρόσωπό του και ότι το είδε ο ιατρός που τον εξέτασε. Θέση η οποία δεν υποστηρίχθηκε από την ιατρική μαρτυρία και τα τεκμήρια. Και για όλα αυτά τίποτε δεν είχε αναφερθεί στον Αστ. Χρίστου, ο οποίος του πήρε ανοιχτή κατάθεση την αμέσως επόμενη μέρα από το επεισόδιο.

Αυτό όμως που ξενίζει είναι η συμπεριφορά του. Ενώ προσπαθούσε να πείσει το Δικαστήριο για τις εν γένει καλές προθέσεις του σε σχέση με την επίλυση της διαφοράς που προέκυψε με το σπίτι που είχε αγοράσει ειρηνικά, άρχισε να δημοσιεύει και να χαρακτηρίζει με λέξεις, που πιθανών να μπορούν να θεωρηθούν ως προσβλητικές, την εταιρεία «Καραγιαννάς» και τους Κατηγορούμενους 1 και 2. Αφού ήταν τόσο πολιτισμένος και ήθελε ειρηνική επίλυση, γιατί δεν προσέτρεξε στο Δικαστήριο και προσπάθησε ο ίδιος «να εξιχνιάσει και να αποτρέψει ένα έγκλημα»; Είχε νομική σύμβουλο την κα Carter, την οποία είχε εξουσιοδοτήσει να ενεργεί εκ μέρους του. Αντί αυτού, ξεκίνησε να κατασκοπεύει και να ηχογραφεί τις συνομιλίες που είχε με τους Καραγιαννάδες και να δημοσιεύει διάφορα πράγματα που τους αφορούσαν στο διαδίχτυο. Το αποκορύφωμα ήταν οι τέσσερεις κάμερες τις οποίες ενεργοποίησε για να πάει απλώς και μόνο να φωτογραφίσει ειρηνικά, όπως ήταν ο ισχυρισμός του, το σπίτι του και να το μετρήσει. Νομίζω η εκδοχή του κινείται στο επίπεδο του εξωπραγματικού. Η στάση του δε, ότι στην Κύπρο όλοι είναι ψεύτες και τίποτα δεν λειτουργεί σωστά και όφειλε να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους που ήθελαν να αγοράσουν περιουσία στην Κύπρο, αποκαλύπτει κάτι και για τον χαρακτήρα του. Ακόμα και με την περίθαλψη του στο Νοσοκομείο είχε παράπονο, σύμφωνα με τον ιατρό Νικολάου (Μ.Κ.7), αφήνοντας να νοηθεί δια μέσου των παραπόνων του ότι θεωρούσε το ιατρικό επίπεδο χαμηλό.

Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, οι οποίες μειώνουν σημαντικά τη βαρύτητα της μαρτυρίας του Παραπονούμενου, παραμένει το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 1 παραδέχθηκε ότι του έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο και ο Κατηγορούμενος 2 τον κρατούσε από το κεφάλι για να του πάρουν την κρυμμένη και ραμμένη στο σακάκι του μικροκάμερα. Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν αρνήθηκαν, ο μεν Κατηγορούμενος 1 ότι χτύπησε τον Παραπονούμενο στο πρόσωπο με γροθιά και στη συνέχεια γονάτισε στα πόδια του στην προσπάθειά του να του πάρει την κάμερα και ο Κατηγορούμενος 2 ότι του κρατούσε το κεφάλι για να μπορέσει ο Κατηγορούμενος 3 να βρει την κάμερα, λόγω του ότι αντιδρούσε σθεναρά και ότι αρχικά του φώναξε κουνώντας τα χέρια του.

Αποκαλείται η ομολογία ενοχής ως «η βασιλίδα των μαρτυριών». Εφόσον κριθεί ως θεληματική και επιβεβαιωθεί ότι το περιεχόμενό της συνάδει με την αλήθεια των γεγονότων, δύσκολα θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι είναι δυνατή η ύπαρξη άλλης μορφής μαρτυρίας με τέτοιο αποδειχτικό εκτόπισμα. Είναι καθιερωμένη αρχή ότι οι προφορικές και γραπτές δηλώσεις ενός κατηγορούμενου που είναι ενάντια στα συμφέροντά του και συνιστούν ομολογίες μπορούν να γίνουν δεκτές από το Δικαστήριο για την αλήθεια του περιεχομένου τους και το Δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί στα γεγονότα που περιγράφουν (βλ. μεταξύ άλλων, R. v. Donaldson and others (1976) 64 Cr. App. R.59, R. v. Pearce (1979) 69 Cr. App. R. 365 και Ταμ. Πρ. Προσ. Βιομ. (ΣΕΚ) ν. Sam. CI. Ind. Ltd κ.ά (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 619, 625). Η ομολογία του εγκλήματος μπορεί μάλιστα, εφόσον γίνεται δεκτή ως εθελούσια, να θεμελιώσει αφ΄ εαυτής καταδίκη (βλ. Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 166, σελ 172- 175 και Ιωσηφίδης (Ππαϊλα) ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 204).

Η εκδοχή των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3 είναι πιο αληθοφανής και συνάδει, σε μεγάλο βαθμό, με τα γεγονότα όπως αναφέρθηκαν και από τον Παραπονούμενο. Ξεκινώντας για το Άγιος Σέργιος 2, για να δει τι είχε συμβεί, μετά το τηλεφώνημα της κας Macdonald, ο Κατηγορούμενος 1 δεν γνώριζε τι αυτοκίνητο οδηγούσε ο Παραπονούμενος για να τον κυνηγήσει. Συγκρούστηκαν προφανώς λόγω της βιασύνης και των δύο να πάνε στο ίδιο μέρος και λόγω των όσων είχαν προηγηθεί από το 2006 μέχρι και το 2008, εξελίχθηκε το επεισόδιο. Δεν το αρνήθηκε κανένας από τους τρεις Κατηγορούμενους, απλά οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 ισχυρίστηκαν ότι προκλήθηκαν από τη συνεχή και απαράδεχτη συμπεριφορά του Παραπονούμενου. Σε αρκετά σημεία η εκδοχή των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3 ήταν σύμφωνη με αυτήν του Παραπονούμενου. Διαφωνία υπήρξε στην έκταση του τραυματισμού και όχι αναφορικά με αυτό τούτο τον τραυματισμό.

Καταλήγω λοιπόν, με βάση τη μαρτυρία όπως την έχω αποδεχθεί, ότι τα γεγονότα εξελίχθηκαν ως ακολούθως: Μεταξύ του Παραπονούμενου και των Κατηγορούμενων 1 και 2 υπήρχαν και υπάρχουν διαφορές, οι οποίες αφορούν την αγορά ενός σπιτιού στο συγκρότημα Άγιος Σέργιος, Φάση 2. Ο Παραπονούμενος ήθελε να μην χτιστεί οτιδήποτε στη γη δίπλα από το σπίτι που αγόρασε από την εταιρεία των Κατηγορούμενων 1 και 2, ενώ οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν μπορούσαν να του διασφαλίσουν κάτι τέτοιο. Οι διαφορές αυτές, καθώς και οι οικονομικές, αφού ο Παραπονούμενος δεν είχε καταβάλει τα ποσά που είχαν συμφωνηθεί δυνάμει του συμβολαίου αγοράς, θέση που δεν αμφισβητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή, τους οδήγησαν στα Δικαστήρια. Όμως, δεν αρκέστηκαν οι δυο πλευρές στην επίλυσή των προβλημάτων τους από το Δικαστήριο και αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να επιλύσουν τις διαφορές τους παίρνοντας το Νόμο στα χέρια τους. Ο Παραπονούμενος στις 14/01/2008 κατευθύνθηκε με τον φίλο του τον Martin Mott για το Φρέναρος, με ξεχωριστά αυτοκίνητα, για να μαζέψει στοιχεία που θα ενίσχυαν τη θέση του έναντι των Καραγιαννάδων. Επάνδρωσε τον φίλο του με μια βιντεοκάμερα χειρός και μια κατασκοπευτική κάμερα που του τοποθέτησε στο καπέλο που φορούσε και τον έβαλε να τον βιντεογραφεί, ενώ αυτός μετρούσε και φωτογράφιζε το σπίτι που είχε αγοράσει και που τώρα είχε παραχωρηθεί στην κα Macdonald, προκαλώντας της ενόχληση. Ο ίδιος ήταν επίσης έτοιμος για παν ενδεχόμενο. Κρατούσε μια βιντεοκάμερα, ενώ είχε κρυμμένη, ραμμένη στη φόδρα του σακακιού του και μια μικροκάμερα, την οποία είχε αγοράσει ειδικά για το συγκεκριμένο ταξίδι. Θορυβήθηκε η κα Macdonald και τηλεφώνησε στα γραφεία της εταιρείας «Καραγιαννάς» καθώς επίσης και στον Μάριο Καραγιαννά, αναφέροντάς του για την παρουσία του κ. O Dwyer καθώς επίσης και για το τι είχε συμβεί. Ο κ. Χριστόφορος Καραγιαννάς ειδοποιήθηκε από την υπάλληλο του γραφείου του, κα Άγκλου, για το τηλεφώνημα και επειδή ήταν στο δρόμο του το συγκρότημα Άγιος Σέργιος, Φάση 2, κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ο Μάριος Καραγιαννάς, ο οποίος ήταν μαζί με τον Χαράλαμπο Ττίγγη κατευθύνθηκαν επίσης προς το συγκρότημα Άγιος Σέργιος 2. Φθάνοντας ο Χριστόφορος Καραγιαννάς είδε από την απέναντι μεριά του συγκροτήματος, όπου υπάρχει αδιέξοδο, ένα κόκκινο αυτοκίνητο και του φάνηκε περίεργο. Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο του τηλεφωνήματος που είχε λάβει, κατευθύνθηκε προς το κόκκινο αυτοκίνητο όπου και είδε τον Martin Mott με τον εξοπλισμό του να βιντεογραφεί κάποιο άτομο που βρισκόταν απέναντι στο συγκρότημα, το οποίο τη δεδομένη στιγμή υποψιάστηκε ότι ήταν ο Cornelius Desmond O Dwyer. Έμεινε εκεί να τον παρακολουθεί μέχρι που να έρθει ο υιός του, αφού γνώριζε ότι είχε ειδοποιηθεί. Βλέποντας τον Χριστόφορο Καραγιαννά να παραμένει σταθμευμένος εκεί που βρισκόταν ο ίδιος, ο Martin Mott ειδοποίησε τηλεφωνικός τον Cornelius Desmond O Dwyre. Τόσο ο Cornelius Desmond O Dwyer, καθώς και ο Μάριος Καραγιαννάς βιάζονταν να πάνε στο ίδιο μέρος, μόνο που ο Cornelius Desmond O Dwyre έπρεπε να περάσει από το χωριό για να φθάσει εκεί που ήταν ο φίλος του και για κακή τύχη βρέθηκε στο δρόμο που χρησιμοποιούσε ο Μάριος Καραγιαννάς. Συγκρούστηκαν μεταξύ τους, ακριβώς λόγω της βιασύνης τους να φθάσουν ακριβώς στο ίδιο μέρος. Εκεί στο κέντρο του χωριού, παρά το Σωματείο «FC Frenaros 2000» εξελίχθηκε το επεισόδιο. Ο Μάριος Καραγιαννάς συνειδητοποιώντας ότι το άτομο που βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο με το οποίο είχε συγκρουστεί ήταν αυτός που τον ταλαιπωρούσε με την συμπεριφορά του εδώ και καιρό, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και μόλις του απεύθυνε το λόγο ο Cornelius Desmond O Dwyre τα όσα του ανάφερε προκάλεσαν την οργή του και τον γρονθοκόπησε στο πρόσωπο. Λόγω της γροθιάς έτρεξαν κάποιες σταγόνες αίμα από τη μύτη του Παραπονούμενου, ο οποίος στη συνέχεια πήγε και έκατσε πάνω στα σκαλιά του Σωματείου «FC Frenaros 2000». Ο Μάριος Καραγιαννάς τηλεφώνησε του πατέρα του ο οποίος πολύ σύντομα έφθασε εκεί και βλέποντας τον, κατά την άποψή του, υπαίτιο πολλών προβλημάτων του, άρχισε να του φωνάζει στα ελληνικά και να κουνά τα χέρια του. Όταν τον πλησίασαν και οι δύο αντιλήφθηκε ο Μάριος Καραγιαννάς την ύπαρξη της κάμερας πάνω του και φώναξε «κάμερα». Συνειδητοποιώντας ο Παραπονούμενος ότι είχε αποκαλυφτεί το κρυφό του όπλο έτρεξε να φύγει, αλλά τον πρόφτασαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2. Θυμωμένοι όπως ήταν, εμπλάκηκαν σε μια προσπάθεια να του πάρουν την κάμερα. Εκεί ήταν που παρείχε συνδρομή και ο Κατηγορούμενος 3. Ο Παραπονούμενος για να την προστατεύσει, την κάμερα, έπεσε στο έδαφος και πήρε μια εμβρυακή θέση. Όταν προσπαθούσαν να του αποσπάσουν την κάμερα, αντιδρούσε κλωτσώντας τους. Ο Μάριος Καραγιαννάς αποφασισμένος να πάρει την κάμερα, γονάτισε στο δεξί του πόδι και στο πλευρό του, ενώ ο Χριστόφορος Καραγιαννάς του κρατούσε το κεφάλι. Ο Χαράλαμπος Ττίγγης ψαχούλευε για να βρει την κρυμμένη κάμερα και μόλις την εντόπισε του την άρπαξε ο Μάριος Καραγιαννάς και την πέταξε. Ανευρέθηκε την επόμενη μέρα, μετά από υπόδειξη του Μάριου Καραγιαννά δίπλα από το Σωματείο «FC Frenaros 2000». Στο μεταξύ, έφθασε στο μέρος Αστυνομία η οποία είχε ειδοποιηθεί από τον Μάριο Καραγιαννά και κλήθηκε ασθενοφόρο. Όμως, ο Παραπονούμενος ηρνείτο να πάει με το ασθενοφόρο μέχρι που έβγαλε φωτογραφίες με την φωτογραφική του, την οποία πήρε από το ενοικιαζόμενο αυτοκίνητό του. Μεταφέρθηκε αρχικά στο Νοσοκομείο Παραλιμνίου και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο Λάρνακας όπου και εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή την επόμενη μέρα, 15/01/2008. Διαπιστώθηκε ότι είχε θλαστική εκχύμωση στην αριστερή κογχική χώρα μετά εξοιδήσεως, δυο μικροεκδορές με απόσπαση της επιδερμίδας στην αριστερή κάτω γνάθο, κοντά στην κροταφογναθική άρθρωση. Παραπονιόταν για πόνο στη δεξιά οσφυική χώρα και τη δεξιά βουβωνική χώρα, στις οποίες περιοχές εξελίχθηκαν μώλωπες. Έμεινε στο Νοσοκομείο για τέσσερεις (4) μέρες και του είχαν γίνει όλες οι απαραίτητες εξετάσεις, χωρίς να ανευρεθεί οτιδήποτε. Του τοποθετήθηκε καθετήρας γιατί είναι η συνήθης πρακτική του Νοσοκομείου, για να μπορεί να διαπιστώσει κατά πόσο υπάρχει αιματουρία, αλλά ο Παραπονούμενος δεν παρουσίασε κάτι τέτοιο.

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

Η πρώτη κατηγορία που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 εδράζεται στο άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, το οποίο προνοεί ότι:

«Όποιος προκαλεί παράνομα βαριά σωματική βλάβη σε άλλο είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή σε χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές».

Συστατικά στοιχεία του αδικήματος αυτού είναι η παράνομη ενέργεια και το αποτέλεσμα της, η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης.

Ο όρος «βαριά σωματική βλάβη» ερμηνεύεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 το οποίο καταγράφει τα ακόλουθα:

«βαριά σωματική βλάβη» σημαίνει σωματική βλάβη που ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό ή επικίνδυνη σωματική βλάβη ή που επιφέρει ή που πρόκειται να επιφέρει σοβαρή ή μόνιμη βλάβη στην υγεία ή την άνεση ή που εκτείνεται μέχρι τη μόνιμη παραμόρφωση ή τη νόμιμη ή σοβαρή βλάβη εξωτερικού ή εσωτερικού σωματικού οργάνου, μεμβράνης ή αίσθησης.

Ως επικίνδυνη σωματική βλάβη χαρακτηρίζεται, σύμφωνα πάντοτε με το ίδιο άρθρο, η σωματική βλάβη που εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή.

Στο σύγγραμμα Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice, 39η έκδοση, στην παράγραφο 19-206, σελ.2657, ως βαριά σωματική βλάβη χαρακτηρίζεται η πραγματικά σοβαρή σωματική βλάβη και υποδεικνύεται ότι είναι ανεπιθύμητο να επιχειρηθεί οποιοσδήποτε άλλος ορισμός της. Δεν είναι αναγκαίο, τονίζεται, η βλάβη αυτή να είναι συνεχής, διαρκής η επικίνδυνη (βλ. R. v. Brown (1994) 1 AC 212HL, R. v. Brown and Stratton (1998) Cr. L.R. 485 CA). Ο όρος επεξηγείται επίσης στο σύγγραμμα των Smith and Hogan «Criminal Law», 10η έκδοση, σελ. 439.

Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 4η έκδοση, παρ. 119 αναφέρεται ότι ο μωλωπισμός, το σπάσιμο αγγείων ακόμα και το σπάσιμο οστού δεν είναι αρκετό για να εντάξει τον τραυματισμό στον όρο βαριά σωματική βλάβη. Αναφέρονται αυτολεξεί τα ακόλουθα:

«Whether harm is grievous must be judged objectively, according to the ordinary standards of usage and experience, not subjectively from the standpoint of how the victim would describe it.»

Βλ. επίσης R. v. Bollom (2003) EWCA Crim. 2846, R. v. Birmingham (2002) EWCA Crim. 2608.

Το ότι υπήρξε παράνομη πράξη εκ μέρους των Κατηγορούμενων 1 και 2 είναι δεδομένο, αφού το παραδέχθηκαν και οι δύο. Tο κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο τα τραύματα του Παραπονούμενου μπορούν να ενταχθούν εντός της ερμηνείας που αποδίδεται στον όρο «βαρεία σωματική βλάβη» από το Νόμο. Ο ιατροδικαστής Σοφοκλέους (Μ.Κ.5) και ο ιατρός Μπάκας (Μ.Κ.3), είχαν αντίθετη άποψη. Ο ιατρός Νικολάου (Μ.Κ.7), ισχυρίστηκε ότι ο τραυματισμός από μόνος του δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο και μίλησε για μικρή απροσδιόριστη εκχύμωση.

Στην υπόθεση Roginos Patatinis v. The Police (1985) 2 CLR 110, ο κατηγορούμενος όρμησε θυμωμένος προς το θύμα και τον γρονθοκόπησε στο μέτωπο με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να σπάσει κάποιο κόκκαλο του αριστερού χεριού του το οποίο θα έπρεπε να τοποθετηθεί σε γύψο. Όπως δέχτηκε το Ανώτατο Δικαστήριο, το σπάσιμο δεν προκλήθηκε από ένα κτύπημα κατευθυνόμενο προς αυτό το σκοπό, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της πτώσης του θύματος μετά τη γροθιά. Δηλαδή ο δράστης ήθελε την απλή σωματική βλάβη, αλλά αδιαφόρησε για τα παραπέρα αποτελέσματα της πράξης του. Και έτσι καταδικάστηκε για το αδίκημα του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, της βαριάς σωματικής βλάβης.

Τα τραύματα που υπέστη ο Παραπονούμενος δεν ήταν πολύ σοβαρά και κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν ήταν τέτοιας μορφής ώστε να θέσουν την υπόθεση στην κατηγορία της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Στην Evripides Christou ν. The Police (1972) 2 C.L.R 38, αποφασίστηκε πως το κάταγμα παγίδας, που ήταν επώδυνο και ανάγκασε το θύμα να παραμείνει στο νοσοκομείο για δύο ημέρες, ήταν σοβαρός τραυματισμός της άνεσης του θύματος και συνεπώς βαριά σωματική βλάβη εν τη έννοια του άρθρου 4. Το κάταγμα ρινικού οστού αποτελεί βαριά σωματική βλάβη σύμφωνα με το σκεπτικό της Αντρέας Αεροπόρος ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 275. Με βάση τη νομολογία, τα τραύματα του Παραπονούμενου δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως σοβαρά.

Επιπρόσθετα, θα πρέπει επίσης να καταδειχτεί ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση με την πράξη του, να δημιουργήσει ζημιά ή βλάβη στον Παραπονούμενο με αποτέλεσμα να προκληθεί η βαριά σωματική βλάβη. Θα πρέπει επομένως να αποδειχτεί η πρόθεση επίθεσης ή επίθεση. Ο όρος επίθεση δε, δεν περιλαμβάνει μόνο την κατ΄αυξημένο βαθμό χρήσης βίας, αλλά και την απρόκλητη ενέργεια, χαστούκι, κλπ (βλ. Archbold, 39η εκ., παρα. 2634, σελ. 1071).

Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Archbold 2002, παράγραφος 4-456:

«If the allegations in the indictment are capable of including (either expressly or impliedly) an allegation of another offence, the accused can be convicted of that other offence – in other words, the allegations in the particular indictment need not necessarily involve a specific allegation of the other offence; it suffices that the allegations are capable of including such an allegation: Wilson; Jenkins, ante. It follows that if the accused is charged with inflicting grievous bodily harm contrary to section 20 of the Offences against the Person Act 1861, or with burglary contrary to section 9(1)(b) of the Theft Act 1968 (the particulars alleging that the accused inflicted grievous bodily harm), the accused may be found not guilty as charged, but guilty of assault occasioning actual bodily harm, since the inflicting of grievous bodily harm will often (though not always) involve an assault, and grievous bodily harm will necessarily include the less serious injuries involved in actual bodily harm. It being accepted that there can be an infliction of grievous bodily harm without an assault being committed, it was held that the allegation at least impliedly includes “inflicting by assault”

Το συγκεκριμένο ερώτημα, κατά πόσο σε κατηγορία για βαρεία σωματική βλάβη θα μπορούσε ένας κατηγορούμενος να βρεθεί ένοχος για πραγματική σωματική βλάβη, είχε αντιμετωπιστεί στην υπόθεση Metropolitan Police Commissioner v. Wilson (1984) AC 242 και ο Lord Roskill το απάντησε ως ακολούθως:

«The critical question is, therefore, whether it being accepted that a charge of inflicting grievous bodily harm contrary to section 20 [of the Offences against the Person Act 1861] may not necessarily involve an allegation of assault, but may nonetheless do so, and in very many cases will involve such an allegation, the allegations in a section 20 charge ‘include either expressly or by implication’ allegations of assault occasioning actual bodily harm. If ‘inflicting’ can, as the cases show, include ‘inflicting by assault’, then even though such a charge may not necessarily do so, I do not for myself see why on a fair reading of section 6(3) these allegations do not at least impliedly include ‘inflicting by assault’.»

Στην παράγραφο D17.21, σελ 1474, του συγγράμματος Blackstone Criminal Practice 2003 αναφέρονται τα ακόλουθα παραδείγματα:

«In Metropolitan Police Commissioner v Wilson itself, the House of Lords restored W’s conviction for assault occasioning actual bodily harm on a count alleging inflicting grievous bodily harm contrary to the OAPA 1861, s. 20 (the Court of Appeal, applying the Springfield test, had quashed the conviction). Similarly, in Jenkins (which was heard with Wilson), a conviction for actual bodily harm was restored on a count alleging burglary contrary to the Theft Act 1968, s. 9(1)(b), in that J, having entered a building as a trespasser, inflicted grievous bodily harm on a person therein.»

Αναφέρονται επίσης και οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να ακολουθηθεί μια τέτοια προσέγγιση στην παράγραφο 4-464 του συγγράμματος του Archbold και στην παράγραφο D17.30 και B2.34 του Blackstone, σελίδα 1478. Μια τέτοια προσέγγιση ακολουθείται μόνο στην περίπτωση που δεν θα προκαλέσει αδικία στον κατηγορούμενο και μόνο όταν είναι εναρμονισμένη με την γραμμή υπεράσπισης (βλ. Pelissier and Sassi v. France (1999) 25th March 1999, App No 25444/94).

Το ότι τα τραύματα που υπέστη ο Παραπονούμενος (Μ.Κ.1), από την επίθεση των Κατηγορουμένων 1, 2 και 3 συνιστούν πραγματική σωματική βλάβη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ως προς το τι συνιστά πραγματική σωματική βλάβη παραπέμπω στις αποφάσεις R. v. Miller (1954) 2 All E.R. 529, Αστυνομία ν. Ιωάννου (1989) 2 Α.Α.Δ. 61 και Georgiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56. Στην απόφαση Georghiades επιφανειακή εκδορά στο πρόσωπο με ερέθισμα θεωρήθηκε αρκετή για σκοπούς του άρθρου 243.

Οι όροι «σωματική βλάβη» και «τραύμα» ερμηνεύονται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία, με βάση τη μαρτυρία που αποδέχθηκα και τα ευρήματά μου, ότι οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 άσκησαν βία εναντίον του Παραπονούμενου, προκαλώντας του τα τραύματα που καταγράφονται στο Τεκμήριο 33.

Στο σύγγραμμα του Archbold Criminal Practice 2002, στην παρά 19-212 επεξηγείται ο όρος τραύμα/πληγή ως ακολούθως:

«incised wounds, punctured wounds, lacerated wounds, contused wounds … To constitute a wound the continuity of the skin must be broken … But a division of the internal skin e.g. within the cheep or lip, is sufficient to constitute a wound».

Η μαρτυρία του Δρ. Σοφοκλέους (Μ.Κ.4), ήταν σαφής ότι δεν υπήρξε λύση στην συνέχεια του δέρματος αφού ο Παραπονούμενος (Μ.Κ.1), έφερε θλαστική εκχύμωση στην αριστερή κογχική χώρα μετά εξοιδήσεως και δυο μικροεκδορές με απόσπαση επιδερμίδας στην αριστερή κάτω γνάθο πλησίον της κροταφογναθικής άρθρωσης, σύμφωνα με το Τεκμήριο 33 καθώς επίσης και μώλωπες στην έσω επιφάνεια δεξιού μηρού και δεξιάς νεφρικής χώρας, Τεκμήριο 39. Το ίδιο υποστήριξαν και οι άλλοι ιατροί.

Για να διαπραχθεί το αδίκημα της επίθεσης, πρέπει αυτός που διαπράττει την επίθεση με πρόθεση ή χωρίς να νοιάζεται να επιφέρει στον άλλο άμεση παράνομη βία. Δε η πράξη βίας πρέπει να συνοδεύεται με εχθρική πρόθεση, σύμφωνα με το σύγγραμμα του Smith & Hogan ‘Criminal Law’, 10η έκδοση, σελίδα 411.

Το σύγγραμμα Archbold 2002, στην παρα. 19-166, καταγράφονται τα ακόλουθα:
«An assault is any act – and not a mere omission to act- by which a person intentionally – or recklessly – causes another to apprehend immediate unlawful violence…….
The act must be accompanied by a hostile intent calculated to cause apprehension in the mind of the victim. Where the hostile intent is not present, there will be no assault….».

Όπως έχω αποδεχθεί τα γεγονότα, οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 δεν νοιάζονταν κατά πόσο θα προκαλούσαν στον Παραπονούμενο οποιοδήποτε τραύμα και μπορούσαν να προβλέψουν ο μεν πρώτος ότι δίνοντάς του μια γροθιά στο μάτι θα τραυματιζόταν καθώς επίσης και ότι ψαχουλεύοντάς τον, ο Κατηγορούμενος 3, ενώ ήταν στο έδαφος θα του προκαλούσε κάποιους μώλωπες από την πίεση Βλ. Archbold 2002, παράγραφο 19-167.

Η λέξη παράνομα αποδίδει πράξη που γίνεται χωρίς καμία δικαιολογία στο Νόμο, ενώ το συγκεκριμένο αδίκημα δεν εμπεριέχει ως συστατικό στοιχείο την πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης. Αρκεί το κατηγορούμενο πρόσωπο να διενήργησε συνειδητά την παράνομη πράξη που επέφερε την βλάβη.

Έχει γίνει αναφορά από τον Κατηγορούμενο 3, στην έκταση της συμμετοχής του στη διάπραξη του αδικήματος. Σίγουρα με βάση τη μαρτυρία, ο Κατηγορούμενος 3 δεν χτύπησε τον Παραπονούμενο αλλά τον ψαχούλευε για να βρει την μικροκάμερα. Όμως, σύμφωνα με τον Archbold 2002, παράγραφο 19-207:

«It is immaterial that one person joins in the attack slightly after the others have begun to inflict injuries, which may have included the most serious single injury. He is aiding the commission of the offence and participating in it as soon as he joins in: R. v. Grundy and others, 89 Cr.App.R. 333, CA.»

Στην απόφαση Νικολάου κ.α. v. Δημητρίου (2000) 2 ΑΑΔ 483, αναφέρθηκε ότι: «εφόσον το τελικό αποτέλεσμα είναι στα πλαίσια εκείνα ως πιθανή συνέπεια, φέρουν ευθύνη όλοι οι συμμετέχοντες στον κοινό σκοπό, παρά το ότι η πράξη αυτή καθ’ εαυτή, έγινε μόνο από έναν».

Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι ενέργειες των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3 ήταν παράνομες πράξεις, όποια και αν ήταν η δικαιολογία, δηλαδή ότι ο Παραπονούμενος τους βιντεογραφούσε και τους ηχογραφούσε παράνομα. Συνεπώς, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που προκύπτουν αναφορικά με την Κατηγορία 1, έχουν αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στην έκταση που αφορά την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και όχι αναφορικά με την πρόκληση βαρείας σωματικής βλάβης.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης Mandair (1995) 1 AC 208 HL, μπορεί κάποιος όταν βρεθεί ένοχος σε λιγότερο σοβαρή κατηγορία, να καταδικαστεί σε αυτήν και προφορικά, χωρίς τροποποίηση του Κατηγορητηρίου, πλην όμως σύμφωνα με το σύγγραμμα του Blackstone, παρα 2.41:

«Although it is now clear that an alternative verdict can be considered following an oral direction, the House of Lords in Mandair re-affirmed the point that it is preferable to add an alternative specific count using the correct wording of the statute.»

Βλ. επίσης Brooks (1995) Crim. L.R. 630.

Έχω εξετάσει επισταμένα το θέμα, κατά πόσο η μείωση της σοβαρότητας της κατηγορίας θα προκαλέσει αδικία στους Κατηγορούμενους, όμως η γραμμή της Υπεράσπισης, κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας Μ.Κ.3, Μ.Κ.5 και Μ.Κ.7, καθώς και του Παραπονούμενου κατεύθυνε τη σκέψη του Δικαστηρίου στην υιοθέτηση αυτής της πορείας ακριβώς για να μην προκληθεί αδικία στους Κατηγορούμενους αλλά ούτε και στον Παραπονούμενο.

Σύμφωνα με το άρθρο 85(4) του Κεφ. 155, αν στο τέλος της δίκης το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι έχει αποδειχθεί με μαρτυρία ότι ο Κατηγορούμενος διέπραξε ποινικό αδίκημα που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο και για τ΄ οποίο δεν δύναται να καταδικαστεί χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου και για τ΄ οποίο καταδικαζόμενος δεν θα υπόκειται σε ποινή μεγαλύτερης εκείνης στην οποία θα υπόκειτο αν καταδικαζόταν βάσει του κατηγορητηρίου και ότι ο Κατηγορούμενος δεν θα επηρεαζόταν μ΄ αυτό δυσμενώς στην υπεράσπισή του, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την προσθήκη, στο κατηγορητήριο, κατηγορίας εναντίον του Κατηγορούμενου για τέτοιο ποινικό αδίκημα και το Δικαστήριο αποφασίζει για αυτό ωσάν η κατηγορία αυτή ή οι κατηγορίες αποτελούσαν μέρος του αρχικού κατηγορητηρίου.

Στην βάση όλων όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, είναι φανερό ότι στην περίπτωση προσθήκης νέας κατηγορίας, αυτή θα αφορά πανομοιότυπη κατηγορία, αφού βάση της θα αποτελούν οι ίδιες νομοθετικές διατάξεις, ενώ η προβλεπόμενη ποινή θα είναι επίσης ίδια. Η μεταβολή δε του κατηγορητηρίου, με την προσθήκη της νέας κατηγορίας, στηριζόμενης σε λεπτομέρειες διαφορετικές από αυτές που στηρίζουν την υφιστάμενη κατηγορία, σε καμιά περίπτωση δεν φαίνεται να θέτει σε μειονεκτική θέση την Υπεράσπιση ή καθ οιονδήποτε τρόπο να επηρεάζουν δυσμενώς τους Κατηγορούμενους στην Υπεράσπισή τους.

Κατά συνέπεια, προχωρώ στην προσθήκη της ακόλουθης νέας κατηγορίας ως τρίτης κατηγορίας.

ΕΚΘΕΣΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Αρ. Κατηγορίας 3

Επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ

Οι Κατηγορούμενοι στις 14/01/2008 στο Φρέναρος, της Επαρχίας Αμμοχώστου, επιτέθηκαν στον Cornelius Desmond O Dwyer απο την Αγγλία και προξένησαν σε αυτόν πραγματική σωματική βλάβη.
Έχοντας προβεί στην προσθήκη της νέας κατηγορίας, αποτελεί κατάληξή μου ότι η πρώτη (1η) Κατηγορία θα πρέπει να απορριφθεί. Συνεπακόλουθα, οι Κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται από την Κατηγορία 1.

Αντίθετα, κρίνονται ένοχοι, για τους λόγους που προσπάθησα ν΄ εξηγήσω στην 3ην Κατηγορία ως αυτή έχει προστεθεί από το Δικαστήριο.

Ήταν επιπρόσθετα η γραμμή της Υπεράσπισης ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 προκλήθηκαν από τον Παραπονούμενο στο να χάσουν την ψυχραιμία τους. Στην υπόθεση Χ΄Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2007) 2 ΑΑΔ 468, δίδεται η έννοια της πρόκλησης όπως αυτή περιγράφεται στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997) 2 ΑΑΔ 17 στη σελ. 23

«Η έννοια της πρόκλησης όπως είναι γνωστή στο κοινό δίκαιο, περιγράφεται στην κλασσική, καθώς χαρακτηρίστηκε, καθοδήγηση του Devlin J. Duffy [1949] 1 All ER 932. Έχει ως εξής: ” Provocation is some act, or series of acts, done by the (victim) to the accused which would cause in any reasonable person, and actually causes in the accused, sudden and temporary loss of self-control, rendering the accused so subject to passion as to make him or her for the moment not master of his mind”.

Η πρόκληση, όπως τονίστηκε στην Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342 στη σελ. 352

«αποτελεί, όπως είναι θεμελιωμένο, παράγοντα μετριαστικό της σοβαρότητας του εγκλήματος. Γίνεται δεκτό ότι, κάτω από το βάρος της πρόκλησης, μπορεί το άτομο που τη δέχεται να χάσει τον αυτοέλεγχό του και να δράσει αντίθετα απ΄ ότι επιβάλλει η λογική. Η πρόκληση δεν αποτελεί υπεράσπιση αλλά παράγοντα μετριασμού της σοβαρότητας του εγκλήματος. Η πρόκληση, ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής, δεν αποτιμάται αόριστα αλλά συγκεκριμένα, στο πλαίσιο στο οποίο εκδηλώνεται και σε συνάρτηση πάντα με τις αντιδράσεις του προκληθέντα.»

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι για να πετύχει η υπεράσπιση της πρόκλησης πρέπει να συντρέχει εκτός του υποκειμενικού στοιχείου και το αντικειμενικό, δηλαδή η πρόκληση πρέπει να είναι τέτοια ώστε να επηρεάζει το μέσο λογικό άνθρωπο (βλ. Smith & Hogan Criminal Law 4η εκ. σελ.297 κ. επ. “the prococation must be such as to affect a reasonable man”, και Archbold (ανωτέρω) σελ. 1409 κ. επ.). Τονίζεται βέβαια ότι το θέμα δεν εξαντλείται σε «δεσμευτικά τεκμήρια αλλά ανάγεται στην κρίση του Δικαστηρίου επί των γεγονότων (βλ. R. v. Brown (1972) 56 Cr. Ap. R. 564).

Όμως, η υπεράσπιση αυτή δεν μπορεί να υιοθετηθεί στο αδίκημα της πρόκληση βαρείας σωματικής βλάβης ή πραγματικής σωματικής βλάβης αφού είναι υπεράσπιση που μπορεί να ενεργοποιηθεί μόνο αναφορικά με το αδίκημα του φόνου και είναι άσχετη με το θέμα της ενοχής σε όλα τα υπόλοιπα αδικήματα (βλ. Archbold, παράγραφο 19-50, Blackstone, παράγραφο B.1.19 και Smith and Hogan «Criminal Law» στην σελίδα 363 κ.ε.).

Συνεπακόλουθα, οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 κρίνονται ένοχοι στο αδίκημα της πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης στον Cornilius Desmond O Dwyer.

Η άλλη κατηγορία που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 είναι αυτή της κακόβουλης ζημιάς, 2η Κατηγορία. Το άρθρο 324(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, στο οποίο βασίζεται το αδίκημα της κατηγορίας 2, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«Όποιος εσκεμμένα και παράνομα καταστρέφει ή προξενεί ζημιά σε περιουσία, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος, το οποίο εκτός αν προνοείται διαφορετικά είναι πλημμέλημα, αυτός αν δεν προβλέπεται κάποια άλλη ποινή, υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.»

Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, είναι η καταστροφή ή η πρόκληση ζημιάς, σε περιουσία, εσκεμμένα και παράνομα. Όσο αφορά το πρώτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, εκείνο το οποίο χρειάζεται για να αποδειχθεί, είναι η οποιαδήποτε ζημιά μικρή ή μεγάλη ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε αξία, αφού η αξία δεν είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε οποιαδήποτε βλάβη στη μικροκάμερα, αλλά ούτε και δόθηκε μαρτυρία αναφορικά με το τηλέφωνο του Παραπονούμενου από την Κατηγορούσα Αρχή. Καμιά μαρτυρία ανεξάρτητη δεν προσκομίστηκε ότι αυτά τα δυο πράγματα είχαν υποστεί βλάβη ή ζημιά. Ο Παραπονούμενος απλά ισχυρίστηκε ότι είχε απολέσει το κινητό του τηλέφωνο, μέρες μετά το επεισόδιο, αλλά ουδέποτε ανέφερε ότι είχε υποστεί ζημιά.

Το δεύτερο συστατικό στοιχείο που είναι αναγκαίο να αποδειχθεί είναι ότι η ζημιά προξενήθηκε σε περιουσία. Η ιδιοκτησία της περιουσίας δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος (βλ. υπόθεση Θωμά ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 255 σελ.259). Δεν προσκομίστηκε, όπως έχω ήδη αναφέρει, καμιά μαρτυρία. Η μικροκάμερα είναι κατατεθειμένη ως τεκμήριο στο Δικαστήριο και καμιά μαρτυρία δεν έχει προσκομιστεί ότι έχει υποστεί ζημιά, ενώ το τηλέφωνο απλά έχει αναφερθεί ότι έχει απολεστεί.

Σε σχέση με το τρίτο συστατικό στοιχείο, εκείνο που απαιτείται να αποδειχθεί είναι η εσκεμμένη, δηλαδή η ηθελημένη, πρόκληση της ζημιάς. Όπως διατυπώνεται το άρθρο 324(1) του Κεφ. 154 δεν απαιτεί την ύπαρξη ειδικής πρόθεσης (specific intent) (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168, 176). Από την στιγμή που δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε ζημία η εξέταση αυτού του ζητήματος παρέλκει.

Εκτός από τη σκόρπια και ασυνάρτητη μαρτυρία του Παραπονούμενου επί του θέματος, καμιά άλλη μαρτυρία δεν προσκομίστηκε για να αποδειχθεί η συγκεκριμένη κατηγορία. Δεν είναι αρκετή από μόνη της η συγκεκριμένη μαρτυρία για να οδηγήσει σε καταδίκη των Κατηγορούμενων. Οπόταν, οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 αθωώνονται και απαλλάσσονται από αυτήν.

(Υπ.) ………………………………….
Ε. Γεωργίου – Αντωνίου, Ε.Δ.
Source

Christoforos Karayiannas and Sons Ltd: Case 927/07: Date 20-03-2008

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. Θ. Οικονόμου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 927/07

Μεταξύ

Christoforos Karayiannas & Sons Ltd

Εναγόντων

-και-

Cornelius Desmond O’Dwyer

Εναγομένου

Αίτηση για αναστολή ή παραμερισμό της διαδικασίας, ημερ. 11/2/08.

Ημερομηνία: 20 Μαρτίου, 2008
Εμφανίσεις:
Για τον Εναγόμενο – Αιτητή: κα Ραφαήλ για Γεωργιάδη και Μυλωνά
Για τους Ενάγοντες – Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Κλαϊδης με τον κο Φλουρέντζου
Παρών ως δ/ντης των εναγόντων ο κ. Χρ. Καραγιαννάς.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Οι ενάγοντες ζητούν αποζημιώσεις και διατάγματα σε σχέση με κατ’ ισχυρισμό δυσφήμιση τους από τον εναγόμενο «δια των ιστοσελίδων και/ή ιστοχώρων» στο διαδίκτυο «υπό τον τίτλο» www.lyingbuilder.com και www.youtube. Δεν έχει ακόμα καταχωριστεί έκθεση απαίτησης. Η εκδοχή των εναγόντων φαίνεται σε ένορκες δηλώσεις του διευθυντή τους Μάριου Χ. Καραγιαννά, που συνοδεύουν αίτηση τους ημερ. 20/12/07 για ενδιάμεσο απαγορευτικό διάταγμα και ένσταση τους ημερ. 25/2/08 σε αίτηση του εναγομένου για αναστολή ή παραμερισμό της διαδικασίας.

΄Ολα ξεκίνησαν όταν ο εναγόμενος και η σύζυγος του συμφώνησαν στις 23/8/05 να αγοράσουν από τους ενάγοντες μια κατοικία στο Φρέναρος. Προέκυψε διαφορά στα πλαίσια της οποίας ο εναγόμενος κατηγορεί τους ενάγοντες για ψευδείς παραστάσεις και οι ενάγοντες κατηγορούν την άλλη πλευρά για διάρρηξη της σύμβασης. Ο εναγόμενος έχει κοινοποιήσει τις κατηγορίες του αυτές στο διαδίκτυο, μαζί με περαιτέρω κατηγορίες για την διάπραξη από τον εν λόγω διευθυντή και τον πατέρα του, επίθεσης και άλλων ποινικών αδικημάτων εναντίον του. Παράλληλα διακηρύττει ότι δεν φοβάται τον λίβελο επικαλούμενος την αλήθεια των ισχυρισμών του.

΄Εχει ακουστεί αίτηση του εναγομένου για αναστολή ή παραμερισμό της διαδικασίας επί της θέσης ότι το παρόν δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή ότι πιο κατάλληλο και πρόσφορο forum αποτελούν τα αγγλικά δικαστήρια. Μετά την κατάθεση των γραπτών αγορεύσεων, η ευπαίδευτη δικηγόρος του εναγομένου έθεσε θέμα κατάχρησης της διαδικασίας επειδή εκκρεμεί η αγωγή 365/06 «μεταξύ των ιδίων προσώπων σε σχέση με την ίδια δυσφήμιση και τα ίδια γεγονότα». Το θέμα προέκυψε από την αναφορά που οι ίδιοι οι ενάγοντες κάμνουν στην εν λόγω ένορκη δήλωση του κ. Μ. Καραγιαννά, στην οποία επισυνάπτουν ως τεκμήριο την έκθεση απαίτησης στην αγωγή 365/06. Η αγωγή 365/06, όπως είναι κοινώς δεκτό, συνεχίζει να εκκρεμεί. ΄Εχει μάλιστα τεθεί εκ συμφώνου ο φάκελος ενώπιον του δικαστηρίου για τους σκοπούς του παρόντος ζητήματος.

Το δικαστήριο σημείωσε ότι το θέμα κατάχρησης μπορεί να εγερθεί και αυτεπάγγελτα και χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. Αρκεί να βρίσκονται ενώπιον του τα απαιτούμενα δεδομένα. Σημείωσε επίσης ότι η παρούσα αγωγή φαίνεται εκ πρώτης όψεως να έχει το ίδιο αντικείμενο και να αφορά το ίδιο υπόβαθρο γεγονότων όπως η αγωγή 365/06. ΄Ετσι κάλεσε τις δύο πλευρές να αγορεύσουν επί του θέματος πριν προχωρήσει περαιτέρω η διαδικασία.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόντων τοποθετήθηκε επί του ερωτήματος χωρίς να εγείρει ζήτημα ότι είναι πρόωρο για τον λόγο ότι δεν έχει ακόμα καταχωριστεί έκθεση απαίτησης. Αυτό το ζήτημα, εν πάση περιπτώσει, με έχει απασχολήσει, εφόσον τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τις έγγραφες προτάσεις. Η αρχή, όταν εξετάζεται θέμα δικαιοδοσίας, είναι ότι η αποκλειστική πηγή αναζήτησης των γεγονότων που στοιχειοθετούν την δικαιοδοσία είναι η έκθεση απαίτησης (Μούρτζινος v. Global Cruises Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1160). Θα μπορούσε να ισχύει αναλογικά η ίδια αρχή και όταν εξετάζεται ζήτημα κατάχρησης; Αλλά, ακόμα και έτσι, η αρχή της Μούρτζινος δεν έχει εφαρμογή όταν τα αναγκαία και επαρκή στοιχεία για να είναι δυνατή η εξέταση του ζητήματος βρίσκονται ενώπιον του δικαστηρίου ήδη πριν από την έκθεση απαίτησης (Παπακοκκίνου v. Landbroke PLC κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 838). Εν προκειμένω, πέραν της γενικής οπισθογράφησης που δεν συγκεκριμενοποιεί τα παράπονα των εναγόντων, η εκδοχή τους έχει αναλυτικά τεθεί με την εν λόγω ένορκη δήλωση του κ. Μ. Καραγιαννά ημερ. 20/12/07, ο οποίος αναφερόμενος στα γεγονότα παραπέμπει στην αγωγή 365/06 επισυνάπτοντας, όπως ήδη ελέχθη, την έκθεση απαίτησης. Τα ήδη ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένα επαρκούν ώστε να τεθεί και να εξεταστεί ζήτημα κατάχρησης σε σχέση με την ύπαρξη της άλλης αγωγής. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί τώρα και όχι να εξαρτηθεί από την καταχώρηση στο μέλλον έκθεσης απαίτησης, η καταχώρηση της οποίας εκκρεμεί για μήνες, με αποτέλεσμα να συνεχίζονται στο μεταξύ οι διαδικασίες σε μια αγωγή που στο τέλος μπορεί να αποδειχθεί καταχρηστική. ΄Ηδη, εκτός από αίτηση για αναστολή ή παραμερισμό, εκκρεμεί για σήμερα και αίτηση για συντηρητικό διάταγμα.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόντων εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας, διότι η αγωγή 365/06 αφορά αφενός, την παραβίαση της συμφωνίας κάτι που δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας αγωγής και αφετέρου, αφορά αποζημιώσεις για δυσφήμιση μέσα από την ιστοσελίδα www.lyingbuilder.com, ενώ η παρούσα αγωγή αφορά ζήτημα δυσφήμισης, όχι στην εν λόγω ιστοσελίδα, αλλά στον ιστοχώρο (website) www.lyingbuilder.com και στον ιστοχώρο www.youtube.com. Ιστοχώρος και ιστοσελίδα είναι διαφορετικά πράγματα εισηγήθηκε και προσπάθησε να εξηγήσει. Δεύτερο, είπε ότι η παρούσα αγωγή αφορά και σε άλλα, νέα κείμενα, που δεν έχουν σχέση με το κείμενο στην αγωγή 365/06. Είναι με αναφορά σε αυτούς τους δύο παράγοντες που ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για «τελείως ανεξάρτητα θέματα». Δεν ισχυρίστηκε όμως, ότι πρόκειται για δυσφημιστικούς ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο, όπως δεν μπορούσε, εφόσον η εκδοχή των εναγόντων στην παρούσα αγωγή έχει φανερά κοινό υπόβαθρο με την άλλη υπόθεση. Παράλληλα μάλιστα, απάντησε καταφατικά στο ερώτημα κατά πόσο αυτά που αναφέρονται ως δυσφήμιση στην αγωγή 365/06 έχουν σχέση με αυτά που αναφέρονται τώρα στην εκδοχή των εναγόντων. Τούτου δοθέντος, στο περαιτέρω ερώτημα περί του πρακτέου εν τοιαύτη περιπτώσει και κατά πόσο θα κληθούν δύο δικαστήρια να δικάσουν τους ίδιους ισχυρισμούς στον βαθμό που υπάρχει αλληλοκάλυψη των αγωγών, ο κ. Κλαϊδης απάντησε ότι θα ήταν η εισήγηση του προς τους δικηγόρους των εναγόντων στην άλλη αγωγή, εφόσον δεν είναι εκεί δικηγόρος, «ώστε το θέμα της δυσφήμισης να δικαστεί στην παρούσα αγωγή και να αποσυρθεί από την 365/06».

Η θέση της κας Ραφαήλ ήταν εξ αρχής, όταν έθεσε το θέμα, ότι οι ενάγοντες ζητούν και στις δύο αγωγές αποζημιώσεις και διατάγματα σε σχέση με την ίδια δυσφήμιση και τα ίδια γεγονότα. Στην αγωγή δε 365/06 οι ενάγοντες ζητούν διάταγμα που να απαγορεύει στους εναγόμενους να δυσφημούν τους ενάγοντες με οποιονδήποτε τρόπο. Με την πρώτη αγωγή, ναι μεν ζητείται και θεραπεία σε σχέση με παραβίαση της συμφωνίας, αλλά αυτό το θέμα θα καταστεί και στην παρούσα αγωγή επίδικο μέσα από την «υπεράσπιση της αλήθειας» (justification). Το ότι στην παρούσα αγωγή υπάρχει επιπρόσθετος διάδικος, κατέληξε, δεν επηρεάζει.

Κατ’ αρχάς, ό,τι επικαλούνται οι ενάγοντες ως λίβελο στην πρώτη αγωγή καλύπτεται, όπως δέχθηκε ως άνω ο κ. Κλαϊδης, από τη δεύτερη αγωγή. Ασφαλώς δε, τα ζητήματα αυτά δεν μπορούν να δικαστούν σε δύο αγωγές, όπως επίσης δέχθηκε ο κ. Κλαϊδης. Στον τρόπο επίλυσης του προβλήματος που έχει εισηγηθεί, θα επανέλθω.

Για τη θέση ότι η δεύτερη αγωγή καλύπτει περαιτέρω και μεταγενέστερα κείμενα σημειώνονται τα εξής: Σε υποθέσεις λιβέλου το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη την όλη συμπεριφορά του εναγομένου, περιλαμβανομένων μεταγενέστερων δημοσιευμάτων, μέχρι ακόμα και τον χρόνο της απόφασης, για να καταδειχθεί το πνεύμα υπό το οποίο έγινε το επίδικο δημοσίευμα και οι προθέσεις του εναγόμενου, είτε για να αντικρουστεί η υπεράσπιση του «περιορισμένου προνομίου» (qualified privilege) ή του «ευλόγου σχολίου» (fair comment), είτε προς επαύξηση των αποζημιώσεων (aggravated damages) (βλ. Youssoupoff v. M.G.M. Pictures Ltd (1934) 50 T.L.R. 581, Finnerty v. Tipper (1809) 2 Camp. 72, Halsbury’s Laws of England, 3η έκδοση, Vol. 24, 113). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, όπως εξηγείται στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παρ. 1829, οι μεταγενέστερες δημοσιεύσεις μπορούν να ληφθούν υπόψη, όχι υπό την έννοια ότι δίδουν ανεξάρτητο δικαίωμα για αποζημιώσεις, αλλά ως επιβαρυντικές περιστάσεις σε σχέση με το αρχικό αγώγιμο δικαίωμα. Νοείται βέβαια, ότι οι μεταγενέστερες δημοσιεύσεις πρέπει να είναι σχετικές με το αρχικό ζήτημα. Δεν μπορεί λ.χ., σε μια αγωγή που αρχικός δυσφημιστικός ισχυρισμός είναι ότι ο ενάγοντας έκαμε ψευδορκία, να επιτραπεί η αναφορά σε περαιτέρω δυσφημιστικούς ισχυρισμούς ότι διέπραξε φόνο (βλ. Finnerty, ανωτ.).

Εν προκειμένω, το ότι οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων πηγάζουν μέσα από το ίδιο πλαίσιο γεγονότων και αντιπαράθεσης είναι, ως άνω, σαφές. ΄Οπως σαφές είναι ότι οι ισχυρισμοί του εναγόμενου εναντίον των εναγόντων, είτε στη μια είτε στην άλλη αγωγή, είτε με ιστοσελίδες είτε με ιστοχώρους, περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο άξονα και δεν είναι ανεξάρτητα θέματα. Αν περιλαμβάνονταν στην ίδια αγωγή δεν θα ετίθετο θέμα διαχωρισμού τους (severance) (βλ. Bridgemont v. Associated Newspapers Ltd and Others [1951] 2 All E.R. 285). Αντίθετα, αν ήταν να επιτραπούν ανεξάρτητες αγωγές για κάθε νέο μεν, στα ίδια πλαίσια δε, ισχυρισμό του εναγόμενου σε ιστοσελίδες, σε ιστοχώρους, ή άλλως πως, η κατάσταση θα απέληγε σε μια ανεξέλεγκτη πολλαπλότητα διαδικασιών, εφόσον μάλιστα ο εναγόμενος, όπως προκύπτει, έχει επιδοθεί σε ένα είδος συνεχούς εκστρατείας μέσα από ένα άμεσο επικοινωνιακό μέσο, το διαδίκτυο.

Ως εκ των άνω, εκτός της παραδεκτής ταυτότητας, σ’ ένα βαθμό, των επιδίκων θεμάτων, γενικότερα είναι που το αντικείμενο των δύο αγωγών είναι όμοιο. Τα θέματα που εγείρονται στη δεύτερη αγωγή, μπορούσαν ή και μπορούν μέχρι το τέλος να εγερθούν στην πρώτη. Συνεπώς η παρούσα αγωγή καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα που εγείρονται ή μπορούσαν ή και μπορούν να εγερθούν στην άλλη αγωγή. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις συνιστά επιδίωξη του ίδιου σκοπού με διαφορετικά ένδικα μέσα και ως εκ τούτου αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου. Εφόσον η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς, υπό την παραπάνω έννοια τα ίδια ζητήματα, θα πρέπει να απορριφθεί και όχι απλώς να ανασταλεί (βλ. In re Beogradska D.D. (1996) 1 Α.Α.Δ. 911).

Ο τρόπος επίλυσης που εισηγήθηκε για το μέλλον, ως άνω ο κ. Κλαϊδης δεν είναι πλέον ανοιχτός. Είναι γεγονός ότι αναγνωρίζεται δικαίωμα επιλογής. ΄Ομως ο κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος ακρόασης της σχετικής διαδικασίας, που εν προκειμένω είναι τώρα που εξετάζεται το ζήτημα (βλ. Beogradska ανωτ.).

Το ότι στην άλλη αγωγή έχει ζητηθεί και θεραπεία σε σχέση με παράβαση της συμφωνίας, δεν επηρεάζει, εφόσον παραμένει ουσιαστική ομοιότητα του αντικειμένου σε ότι αφορά τη δυσφήμιση. ΄Αλλωστε το ζήτημα της παράβασης ή μη της συμφωνίας θα υπεισερχόταν και στην παρούσα αγωγή κατά τρόπο έμμεσο μέσα από την υπεράσπιση του αληθούς σχολίου που επικαλείται ο εναγόμενος.

Δεν επηρεάζει επίσης, το γεγονός ότι στην άλλη αγωγή ενάγεται για την ίδια δυσφήμιση και δεύτερο πρόσωπο, η σύζυγος του εναγομένου. Αντίθετα, ενόψει της σώρευσης δύο εναγομένων και ανάλογα βέβαια με τα γεγονότα της υπόθεσης, θα μπορούσε με την κατάλληλη τροποποίηση να τεθεί στην άλλη αγωγή, πέραν της δυσφήμισης και το επίδικο θέμα της συνομωσίας (conspiracy) με μοναδικό ή δεσπόζοντα σκοπό την πρόκληση ζημίας στους ενάγοντες. Σε τέτοια περίπτωση, αντίθετα με την αγωγή λιβέλου, η αλήθεια των ισχυρισμών δεν αποτελεί υπεράσπιση (βλ. Gulf Oil (GB) Ltd v. Page and others [1987] 3 All E.R 14). Εφόσον ό,τι κυριαρχεί στον εκάστοτε εναγόμενο δεν είναι η αλήθεια ή η εύλογη κριτική, αλλά η ζημιογόνα ή και καταστροφική πρόθεση. Τέτοια όμως βάση αγωγής δεν μπορεί να προστεθεί εδώ, εφόσον προϋποθέτει τη συνέργεια δύο ή περισσοτέρων προσώπων.

Η αρχική μου σκέψη, όπως καταγράφηκε στο πρακτικό όταν συζητήθηκε το θέμα της κατάχρησης, ήταν ότι το δικαστήριο θα επανερχόταν στην αίτηση για αναστολή ή παραμερισμό εάν η διαπίστωση ήταν ότι δεν υπάρχει κατάχρηση. Αυτή θα ήταν η κανονική πορεία των πραγμάτων. ΄Ομως, εφόσον έχουν ήδη κατατεθεί οι γραπτές αγορεύσεις για το θέμα της αναστολής, για το ενδεχόμενο η μέχρι τώρα προσέγγιση μου να είναι εσφαλμένη, θα προχωρήσω σε εξέταση και της αίτησης για αναστολή.

Οι σχετικές θέσεις του εναγομένου περιστράφηκαν γύρω από τον Κανονισμό 44/2001 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Στη νομική βάση της αίτησης δεν περιλαμβάνεται αναφορά στον Κανονισμό. Η παράλειψη όμως δεν έχει εγερθεί στην ένσταση. Αντίθετα οι ενάγοντες απάντησαν επί του Κανονισμού. ΄Αλλωστε, ό,τι τίθεται, είναι ζήτημα δικαιοδοσίας που θα μπορούσε να εγερθεί ούτως ή άλλως από το δικαστήριο με αναφορά στον Κανονισμό.

Στα πλαίσια του Κανονισμού, ο κανόνας είναι ότι η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από την κατοικία του εναγομένου (΄Αρθρο 2.1) που εν προκειμένω βρίσκεται, όπως αποτέλεσε κοινό τόπο και παρά το ότι στην αγωγή αναφέρεται η Αγία Νάπα, στην Αγγλία. Ο Κανονισμός όμως, αναγνωρίζει “ειδικές δικαιοδοσίες” ως εξαίρεση του εν λόγω κανόνα. Σ’ αυτά τα πλαίσια, πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος ενός κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί, ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (΄Αρθρο 5.3).

Αμφότεροι οι δικηγόροι έχουν αναφερθεί στην υπόθεση Shevill v. Presse Alliance SA (Case C-68/93) [1995] All ER (EC) 289 (Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Δ.Ε.Κ.).

Η ευπαίδευτη δικηγόρος του εναγομένου εισηγήθηκε ότι η αρχή που υιοθετήθηκε στην εν λόγω απόφαση είναι ότι “σε υποθέσεις δυσφήμισης, ο τόπος που συνέβη το ζημιογόνο γεγονός είναι ο τόπος διαμονής του εκδότη” και ότι “θα ήταν παρακινδυνευμένο να δοθεί το δικαίωμα στον ενάγοντα να επιλέξει”. Επικαλέστηκε προς την ίδια κατεύθυνση και άλλες αποφάσεις του Δ.Ε.Κ.. Είπε ακόμα ότι στην αγωγή δεν διευκρινίζεται κατά πόσο οι ενάγοντες ζητούν αποζημίωση για βλάβη στην Κύπρο ή το εξωτερικό. Τέλος, άφησε να νοηθεί ότι δεν είναι επιτρεπτή η έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων για παύση «ξένης ιστοσελίδας».

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόντων απάντησε ότι είναι διαφορετική, ή ακόμα αντίθετη, η αρχή της Shevill αλλά και άλλων αποφάσεων του Δ.Ε.Κ. και ότι οι ενάγοντες είχαν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης επιλογή να προσφύγουν είτε στα αγγλικά είτε στα κυπριακά δικαστήρια, με τα τελευταία να αποτελούν το πλέον κατάλληλο forum.

Στην υπόθεση Shevill η γαλλική εφημερίδα France – Soir δημοσίευσε ένα άρθρο με το οποίο απέδιδε κατηγορίες ανάμιξης σε ξέπλυμα χρημάτων από ναρκωτικά, τόσο εναντίον της αγγλίδας, με κατοικία στην Αγγλία, δνιδας Fiona Shevill, όσο και εναντίον της γαλλικής εταιρείας που την εργοδοτούσε στο Παρίσι. Η France – Soir κυκλοφορούσε κυρίως στη Γαλλία (237.000 αντίτυπα) ενώ είχε πολύ μικρή κυκλοφορία στην Αγγλία και Ουαλία (230 αντίτυπα εκ των οποίων μόνο 5 στο Yorkshire όπου ήταν η κατοικία της Shevill). Παρά ταύτα, οι προσβληθέντες καταχώρησαν αγωγή για δυσφήμιση στην Αγγλία εναντίον της γαλλικής εκδότριας εταιρείας. Η τελευταία, ζήτησε παραμερισμό της αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, εισηγούμενη ότι η αγωγή δεν ασκήθηκε “στον τόπο όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός”, όπως απαιτείται από το ΄Αρθρο 5.3[1], που κατά τη σχετική εισήγηση ήταν η Γαλλία και μόνο. Το ζήτημα κατέληξε στο House of Lords το οποίο παρέπεμψε σειρά νομικών ερωτημάτων στο Δ.Ε.Κ. με τελικό ζητούμενο την ορθή ερμηνεία της φράσης “τόπος όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός”. Μια ιδιαιτερότητα της περίπτωσης, είναι ότι σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, όπως και με το κυπριακό, το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα per se, χωρίς την ανάγκη να αποδειχθεί ζημία. Έτσι, ένα επιμέρους ερώτημα του House of Lords ήταν το κατά πόσο η φράση “ζημιογόνο γεγονός” περιλαμβάνει ένα γεγονός που δημιουργεί, κατά το εθνικό δίκαιο, αγώγιμο δικαίωμα χωρίς να αποδειχθεί ζημία.

Το Δ.Ε.Κ. απάντησε με αναφορά στην υπόθεση Mines de Potasse d’ Alsace [1976] ECR 1735, 1744-1748 όπου αποφασίστηκε ότι:

“where the place of the happening of the event which may give rise to liability in tort, delict or quasi-delict and the place where that event results in damage are not identical, the expression ´place where the harmful event occurred´ in art 5(3) of the convention must be understood as being intended to cover both the place where the damage occurred and the place of the event giving rise to it, so that the defendant may be sued, at the option of the plaintiff, either in the courts for the place where the damage occurred or in the courts for the place of the event which gives rise to and is at the origin of that damage.”

Το κριτήριο, σημειώνεται περαιτέρω, είναι κατά πόσο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αποκαλύπτεται ένας ιδιαιτέρως στενός συνδετικός παράγοντας (“a particularly close connecting factor”) μεταξύ της επίδικης διαφοράς και του δικαστηρίου εκτός της κατοικίας του εναγομένου που να δικαιολογεί την απόδοση δικαιοδοσίας σε εκείνο το δικαστήριο για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής εκδίκασης.

Παρενθετικά απλώς σημειώνεται, ότι η ευχέρεια του ενάγοντα να επιλέξει την «ειδική δικαιοδοσία» του ΄Αρθρου 5.3 δεν πρέπει να αναγνωρίζεται με ευρύτητα που δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις για να μην εξουδετερώνεται τελικά ο γενικός κανόνας του ΄Αρθρου 2. ΄Ετσι, η έννοια της «ζημίας» δεν περιλαμβάνει επακόλουθη ή έμμεση ζημία (βλ. Marinari v. Lloyds Bank plc (Zubaidi Trading Co intervening (Case C-364/93) [1996] All ER (EC)84).

Επανερχόμενος στη Shevill, σημειώνω ότι το Δ.Ε.Κ. κατέληξε ως εξής σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα, δηλαδή ως προς την έννοια της «ζημίας» σε υποθέσεις διεθνούς λιβέλου:-

«33. …… on a proper construction of the expression ´place where the harmful event occurred´ in art 5(3) of the convention, the victim of a libel by a newspaper article distributed in several contracting states may bring an action for damages against the publisher either before the courts of the contracting state of the place where the publisher of the defamatory publication is established, which have jurisdiction to award damages for all the harm caused by the defamation, or before the courts of each contracting state in which the publication was distributed and where the victim claims to have suffered injury to his reputation, which have jurisdiction to rule solely in respect of the harm caused in the state of the court seised.»

Επιπρόσθετα, ως προς το εν λόγω επί μέρους ερώτημα σε σχέση με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το Δ.Ε.Κ. αποφάσισε ότι η Σύμβαση δεν επηρεάζει ούτε σχετίζεται με το εθνικό ουσιαστικό δίκαιο και η έννοια του “ζημιογόνου γεγονότος” είναι εκείνη που αποδίδεται από το εθνικό δικαστήριο κατά την εφαρμογή του δικού του ουσιαστικού δικαίου. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι κατά το αγγλικό δίκαιο μια δυσφήμιση τεκμαίρεται ότι είναι ζημιογόνα, επαρκεί για να αναληφθεί η “ειδική δικαιοδοσία” του ΄Αρθρου 5.3 από το αγγλικό δικαστήριο, όταν ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι υπέστη βλάβη στην υπόληψη του στην Αγγλία.

Στην δική του απόφαση το House of Lords, μετά την απάντηση του Δ.Ε.Κ. στα παραπεμφθέντα ερωτήματα (Shevill and others v. Presse Alliance SA [1996] 3 All ER 929) διευκρίνισε έτι περαιτέρω ότι εφόσον οι ενάγοντες είχαν θέσει με τα δικόγραφα τους ζήτημα ζημίας στην υπόληψη τους στην Αγγλία, που προκλήθηκε από την κυκλοφορία της εφημερίδας στην Αγγλία, μπορούσαν να προσφύγουν στο Αγγλικό Δικαστήριο έστω και αν για τη ζημία θα ελάμβαναν τελικά, σε περίπτωση μη απόδειξης ουσιαστικής ζημίας, ονομαστικές αποζημιώσεις.

Εν προκειμένω, στη γενική οπισθογράφηση οι ενάγοντες όντως, όπως εισηγήθηκε η δικηγόρος του εναγομένου, δεν διευκρινίζουν κατά πόσο ζητούν αποζημίωση για βλάβη στην Κύπρο ή το εξωτερικό. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους, οι ενάγοντες αναφέρονται σε ζημία που προκαλεί η κυκλοφορία των ισχυρισμών στην Κύπρο όπου η έδρα και επαγγελματική τους δραστηριότητα. Προκύπτει ότι έχουν επιλέξει και περιοριστεί να απαιτήσουν αποζημιώσεις σε σχέση με την βλάβη της υπόληψης τους στην Κύπρο. Υπ’ αυτές τις περιστάσεις, η κατάληξη είναι πως στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης (κυκλοφορία δυσφημιστικών ισχυρισμών και υπόληψη εναγόντων) στην Κύπρο, ώστε να μην είναι άδικο για τον αλλοδαπό εναγόμενο να εναχθεί στην Κύπρο.

Επιπρόσθετα ή και διαζευκτικά, θεωρώ ότι η Κύπρος είναι το καταλληλότερο forum. Εδώ διαδραματίστηκε η επίδικη ιστορία μετά από την επιλογή του εναγομένου να συμβληθεί και να αγοράσει κατοικία για εγκατάσταση του στην Κύπρο. Η αναφορά στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η οποία κακώς προέρχεται από την δικηγόρο που χειρίστηκε την υπόθεση, ότι «οι λοιποί μάρτυρες προερχόμενοι από την Αγγλία θα αναγκαστούν να ταξιδέψουν στην Κύπρο» δεν εξηγείται και δεν έχει υπό τις περιστάσεις νόημα. Αντίθετα, εκείνο που προκύπτει είναι πως η μαρτυρία βρίσκεται στην Κύπρο και ουσιαστικό επίδικο θέμα είναι η υπόληψη των εναγόντων στην Κύπρο και η βλάβη της υπόληψης τους στην Κύπρο. Δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί ότι ό,τι συνδέει την υπόθεση με την Αγγλία είναι μόνο η κατοικία του εναγομένου και ο ηλεκτρονικός του υπολογιστής.

Αλλ’ εν πάση περιπτώσει, τίθεται και το εξής ερώτημα, το οποίο αν και θα μπορούσε να είναι πρωταρχικό το άφησα στο τέλος επειδή δεν εγέρθηκε από τους ενάγοντες. Πρόκειται πράγματι για διεθνή λίβελο υπό την έννοια που εξετάστηκε στην υπόθεση Shevill; Δημοσιεύθηκε πράγματι αρχικά στην Αγγλία και δευτερευόντως κυκλοφόρησε στην Κύπρο όπως είναι η συνήθης περίπτωση λιβέλου δια του τύπου; Εν προκειμένω, πρόκειται για το διαδίκτυο.

Η δικηγόρος του εναγομένου στην ένορκη της δήλωση αναφέρει ως μάρτυρας ότι «τα κατ’ ισχυρισμό δημοσιεύματα διατυπώθηκαν και τέθηκαν σε κυκλοφορία εντός ιστοσελίδων ή ιστοχώρων που δημιουργήθηκαν από τον εκδότη στον τόπο εγκατάστασης αυτού, ή και στην Αγγλία και ότι «ελλείπει η οποιαδήποτε κυκλοφορία των συγκεκριμένων διαδικτυακών δημοσιευμάτων στην Κύπρο». Ακολούθως υπό την ιδιότητα της ως δικηγόρος του εναγομένου εισηγήθηκε ότι «η πράξη εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στην Αγγλία» και, αντίθετα με τα όσα ανέφερε ως μάρτυρας ότι «σε κάποιο στάδιο κυκλοφόρησε και στην Κύπρο η επίμαχη ιστοσελίδα».

Από την άλλη, στην ένορκη δήλωση των εναγόντων αναφέρεται ότι «τα δημοσιεύματα τίθενται σε κυκλοφορία στο διαδίκτυο και ως εκ τούτου η κυκλοφορία τους γίνεται καθημερινώς στην Κύπρο». Αυτή η μαρτυρία δίδει την σωστή διάσταση. Τα δημοσιεύματα δεν δημοσιεύονται στην Αγγλία, όπως λ.χ. ένα άρθρο σε αγγλική εφημερίδα, αλλά στον παγκόσμιο χώρο του διαδικτύου. Η διάκριση αυτή έχει τεθεί στην υπόθεση Berezovsky v. Michaels and others [2000] 2 All ER 986, 995 χωρίς όμως, ως μη αναγκαίο για την υπόθεση, να αποφασιστεί. Εν προκειμένω θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι ισχυρισμοί του εναγομένου δημοσιεύονται και κυκλοφορούν κατά άμεσο τρόπο επί καθημερινής βάσης στην Κύπρο, έτσι ώστε να μην πρόκειται για διεθνή λίβελο υπό την έννοια που εξετάστηκε στη Shevill, αλλά για λίβελο που συνέβη κατά άμεσο τρόπο στην Κύπρο.

Τέλος, σημειώνονται τα ακόλουθα ως προς την εξουσία του δικαστηρίου να παρέμβει με διάταγμα σε «ξένη ιστοσελίδα»: Το ερώτημα είναι κατά πόσο το παρόν δικαστήριο αναλαμβάνοντας διεθνή δικαιοδοσία έχει και εξουσία να εκδώσει διάταγμα εναντίον του εναγομένου που έχει κατοικία στο εξωτερικό με το οποίο να εμποδίζεται να διαπράττει αστικό αδίκημα είτε στην Κύπρο, είτε στο εξωτερικό; Κατ’ αρχήν ένα διάταγμα, θεραπεία της επιείκειας που δίδεται στα πλαίσια διακριτικής ευχέρειας, δεν έχει νόημα να εκδοθεί αν δεν υπάρχει προοπτική εκτέλεσης του, είτε με ποινή, είτε με κατάσχεση περιουσίας. Το θέμα συζητήθηκε στην υπόθεση Board of Governors of the Hospital for Sick Children v. Walt Disney Productions Inc [1967] 1 All ER 1005, CA. Οι ενάγοντες ζήτησαν και πέτυχαν πρωτοδίκως διάταγμα με το οποίο εμποδιζόταν αλλοδαπή εταιρεία από του να προβαίνει σε περαιτέρω παραβίαση συμφωνίας. Δεν υπήρχε μαρτυρία ότι η εταιρεία είχε περιουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο για σκοπούς εκτέλεσης του διατάγματος σε περίπτωση παρακοής. Ο Lord Denning, MR ανέφερε τα εξής:

“…. The defendant is a company incorporated in California and sought to say that on that account the court should not grant an injunction against it. I cannot accept this contention. It is admitted that the court can make a declaration: and, if this is so, I do not see why the court should not grant an injunction. An injunction is a remedy granted in personam. Even though the defendant is a company abroad, an injunction can be granted so as to stop its agents from doing acts in breach of contract either here or abroad. If they disobey the injunction, it can be enforced by sequestration against its assets here. There is no evidence that it has any assets here today: but that does not matter. It may have assets here tomorrow.”

Ο Salmon LJ ανέφερε τα ακόλουθα:

“In a case such as the present, an injunction is normally granted if it appears that the breach of contract may be repeated … It was further argued on the defentant΄s behalf that since it is a company incorporated and situated in the USA, it would be contrary to the comity of nations for the courts of this country to grant an injunction. I cannot accept this argument, nor indeed understand how, in the circumstances of this case, it can have any foundation. I have no doubt at all but that, if this action had been brought in the courts of the USA, they would have recognised that the defendant ought to be subjected to an injunction and would have granted it with no less hesitation than did the judge.”

Εν προκειμένω ο εναγόμενος έχει τέτοιους δεσμούς με την Κύπρο ώστε να μπορούσε να λεχθεί ότι υπάρχει εύλογη προοπτική, αν όχι βεβαιότητα, να εκτελεστεί τυχόν διάταγμα στην Κύπρο. ΄Αλλωστε, ο Κανονισμός 44/2001 προβλέπει και ρυθμίζει την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών οποιαδήποτε κι αν είναι η ονομασία της απόφασης (απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτέλεσης).

Για όλους τους παραπάνω λόγους, η εισήγηση για έλλειψη δικαιοδοσίας δεν ευσταθεί. Η αίτηση του εναγομένου, αν δεν ήταν το ζήτημα της κατάχρησης, θα είχε αποτύχει.

΄Ενα τελευταίο ζήτημα: Προκύπτει από όσα έχουν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, ότι ο εναγόμενος έχει «κατασκοπικά» μαγνητοφωνήσει τηλεφωνικές του συνδιαλέξεις με τον διευθυντή των εναγόντων εν αγνοία του τελευταίου τις οποίες κυκλοφορεί και στο διαδίκτυο. Τέτοια φαινόμενα που αναδεικνύουν τη «σκοτεινή πλευρά» της τεχνολογίας προκαλούν ανησυχία. Το απόρρητο της επικοινωνίας διασφαλίζεται από το Σύνταγμα (Άρθρο 17) με τους περιορισμούς που το Σύνταγμα επιτρέπει (΄Αρθρο 17.2). Κάθε άνθρωπος έχει το ελεύθερο της επικοινωνίας και το αδιαπέραστο της ιδιωτικής του ζωής όπως έχει υποδειχθεί στην Γιάλλουρος v. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, όπου αναγνωρίστηκε ότι παραβίαση ατομικών δικαιωμάτων και ειδικά η παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων δημιουργεί απευθείας εκ του Συντάγματος αγώγιμο δικαίωμα. Παράλληλα δε, πρόκειται για ποινικό αδίκημα (άρθρο 136 ΠΚ σε συνδυασμό με το ΄Αρθρο 17 Συντ., Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147). Η εν αγνοία του άλλου μαγνητοφώνηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και η δημοσιοποίηση τους χωρίς συγκατάθεση στο διαδίκτυο, δεν συνιστά παραβίαση του δικαιώματος για απόρρητη και ελεύθερη επικοινωνία και ποινικό αδίκημα; Το ερώτημα δεν τίθεται για να απαντηθεί τώρα. Τίθεται γιατί θεωρώ σκόπιμο να κοινοποιηθεί η παρούσα στον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για περαιτέρω, κατά την κρίση του, διερεύνηση ποινικής ευθύνης.

Η αγωγή απορρίπτεται ως καταχρηστική με έξοδα υπέρ του εναγομένου στα οποία να μην περιλαμβάνονται τα έξοδα της αίτησης για αναστολή ή παραμερισμό, όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το δικαστήριο. Συνακόλουθα, απορρίπτεται και η αίτηση για συντηρητικό διάταγμα που θα επρόκειτο να ακουστεί σήμερα αν δεν διαπιστωνόταν κατάχρηση με έξοδα υπέρ του εναγομένου και εναντίον των εναγόντων, με τους ίδιες οδηγίες. Ας σημειωθεί ότι οι ενάγοντες ζητώντας συντηρητικό διάταγμα δεν θα είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο τη δυσχέρεια με την οποία δίδονται ενδιάμεσα απαγορευτικά διατάγματα σε υποθέσεις λιβέλου όταν ο εναγόμενος επικαλείται την αλήθεια των ισχυρισμών του (Bonnard v. Perryman [1891-4] All ER Rep. 965) αλλά θα είχαν και το βάρος να εξηγήσουν την καθυστέρηση. Εφόσον οι ίδιες ουσιαστικά διαφορές θα εκδικαστούν στην αγωγή 365/06, οι διαταγές για έξοδα αναστέλλονται μέχρι την περάτωση εκείνης της αγωγής.

(Υπ.)………………………..
Τ. Θ. Οικονόμου, Π.Ε.Δ.

[1] Επρόκειτο για το ΄Αρθρο 5.3 της προϊσχύσασας Συνθήκης των Βρυξελών του 1968 που αντικαταστάθηκε από τον Κανονισμό 41/2001, αλλά η πρόνοια αυτή παρέμεινε η ίδια.
Source